Η στρατηγική της έντασης που έχει επιλέξει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην αντιπαράθεσή της με την αντιπολίτευση και τον Τύπο, τον οποίο κατά παράβαση κάθε δημοκρατικής αρχής έχει κηρύξει υπέρτατο εχθρό, δεν είναι άσχετη με μια βασική της επιδίωξη: να πείσει ότι το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» δεν έχει μόνο υπόσταση αλλά και πρακτικό αντίκρισμα.

Είναι μια επιδίωξη που συμπυκνώθηκε χθες στη δήλωση του Πρωθυπουργού από τη Λήμνο ότι «κανείς δεν μπορεί πλέον να μας επιβάλλει τι να κάνουμε». Από τη φράση αυτή και μόνο συνάγεται ότι στην προσπάθειά της να επιτύχει τους εκλογικούς της στόχους η κυβέρνηση σκοπεύει να ανεβάσει τους τόνους σε όλα τα μέτωπα και όλα τα επίπεδα –επομένως και στο μέτωπο με τους δανειστές. Πρόκειται για μια υπολογισμένη επιστροφή στις «μέρες του ’15», το κόστος της οποίας όμως μπορεί να αποδειχθεί για ακόμη μία φορά ανυπολόγιστο.

Είναι ένας φόβος, ο φόβος του πισωγυρίσματος, ο οποίος αποτυπώνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: αν από τη μια πλευρά η Κομισιόν κατεβάζει στο 1,9% τον πήχη για την ανάπτυξη, από την άλλη στέλνει το μήνυμα ότι πρέπει να περικοπούν οι συντάξεις στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων –περικοπές που η ίδια η κυβέρνηση είχε συνομολογήσει.

Μένει να φανεί εάν βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας διελκυστίνδας. Η εμπειρία έχει πάντως διδάξει ότι η στρατηγική της έντασης, είτε με τη μορφή της πόλωσης στο εσωτερικό είτε με εκείνη της σύγκρουσης στο εξωτερικό, κάθε άλλο παρά επωφελής έχει αποδειχθεί για τον τόπο.