Λέγεται Σαγίντ Γιαβίντ, είναι γιος μεταναστών από το Πακιστάν και ο νέος υπουργός Εσωτερικών, διάδοχος της παραιτηθείσας Αμπερ Ρουντ, που μαζί με το υπουργείο αναλαμβάνει και μια δύσκολη αποστολή: να ξελασπώσει την κυβέρνηση Μέι από το σκάνδαλο Windrush κι ενώ απομένουν τέσσερις μέρες έως τις τοπικές εκλογές. Θεωρητικά έχει όλα τα προσόντα – παρά το γεγονός ότι οι δικοί του γονείς είχαν έλθει από την Ασία και όχι από την Καραϊβική: «Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο θείος μου. Θα μπορούσαν να είμαι εγώ» είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Οι απόγονοι εκείνων που είχαν έρθει στη Βρετανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα από πρόσκληση της βρετανικής κυβέρνησης για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της χώρας. Οι πρώτοι προσκεκλημένοι μετανάστες, 492 τον αριθμό, είχαν φτάσει στο Λονδίνο το 1948 με το πλοίο «Empire Windrush». Οι τελευταίοι ήρθαν το 1973. Αλλά σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, οι απόγονοί τους μπήκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης μαζί με όλους τους παράτυπους μετανάστες. Πώς; Ως υπήκοοι της βρετανικής Κοινοπολιτείας αποκτούσαν αυτομάτως το δικαίωμα παραμονής, δηλαδή την εθνικότητα. Αλλά δεν έκαναν ποτέ τις ενέργειες που απαιτούντο για να αποκτήσουν τα έγγραφα που θα το πιστοποιούσαν.

Και κάπως έτσι έχασαν την ηρεμία τους το 2012 όταν η συντηρητική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πολιτική που πήρε επισήμως το όνομα «εχθρικό περιβάλλον απέναντι στην παράτυπη μετανάστευση». Στην ουσία ήταν μια έκκληση προς εργοδότες, ιδιοκτήτες και γιατρούς να ελέγξουν εάν οι υπάλληλοί τους, οι νοικάρηδές τους και οι ασθενείς τους ήταν εγκατεστημένοι νόμιμα στη Βρετανία – οι «ύποπτοι» κρίνονταν από το χρώμα του δέρματός τους, την προφορά τους ή τον τόπο της γέννησής τους. Ηταν την εποχή που στους δρόμους του Λονδίνου κυκλοφορούσαν λεωφορεία με την επιγραφή «Είστε παράνομα στο Ηνωμένο Βασίλειο; Επιστρέψτε στα σπίτια σας, διαφορετικά κινδυνεύετε να συλληφθείτε».

Εμπνευστής αυτής της εκστρατείας ήταν η Τερίζα Μέι – τότε υπουργός Εσωτερικών. Τον περασμένο Μάρτιο όμως η «Γκάρντιαν» άρχισε να γράφει για τα παιδιά της «γενιάς Windrush» που είχαν χάσει τις δουλειές τους, είχαν στερηθεί τα φάρμακά τους ή απειλούνταν με έξωση επειδή δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την βρετανική τους υπηκοότητα. Η περίπτωση του Αλμπερτ Τόμπσον, ενός 63χρονου νοσηλευτή που ζούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και 44 χρόνια και δεν μπορούσε πλέον να λάβει θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη από τον οποίο υπέφερε, συγκίνησε ιδιαίτερα τους Βρετανούς. Οχι όμως και την κυβέρνηση της Τερίζα Μέι, που στις 10 Απριλίου αρνήθηκε να δεχθεί τους δώδεκα εκπροσώπους των πρώην Βρετανικών Αντιλλών.

Στο μεταξύ η «Γκάρντιαν» συνέχιζε τις αποκαλύψεις και η υπουργός Εσωτερικών, μολονότι είχε απολογηθεί για την πολιτική της κυβέρνησης στη Βουλή των Κοινοτήτων, συνελήφθη να ψεύδεται γενικά στο θέμα των επαναπροωθήσεων των παράτυπων μεταναστών και ειδικά όσον αφορά τη μεταχείριση της «γενιάς Windrush». Η παραίτησή της είχε γίνει πλέον αναπόφευκτη. Και τη θέση της ανέλαβε, με μια επιλογή από την οποία δεν λείπουν οι συμβολισμοί, ένα παιδί μεταναστών που γεννήθηκε πριν από 49 χρόνια στο Μπρίστολ και μεγάλωσε με τους γονείς του και τα τέσσερα αδέλφια του σε ένα σπίτι δύο δωματίων.

Ο πατέρας του, γράφουν οι «Τάιμς», είχε φτάσει από το Πακιστάν με μια λίρα στην τσέπη το 1960 και εργάστηκε ως οδηγός λεωφορείου. «Μοιραζόμουν ένα δωμάτιο με τους γονείς μου. Υπήρχαν δύο διπλά κρεβάτια, εγώ κοιμόμουν με τον ένα μου αδελφό, ενώ στο άλλο δωμάτιο υπήρχαν άλλα δύο διπλά κρεβάτια» είχε πει σε συνέντευξή του πριν από έναν χρόνο.