Η διεθνής συγκυρία χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη αβεβαιότητα στην οποία συμβάλλουν οι γεωπολιτικές αμφιταλαντεύσεις των ΗΠΑ που επηρεάζουν τη Μέση Ανατολή, την ευρύτερη περιοχή και τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Το δημιουργούμενο κενό σπεύδουν να καλύψουν η Ρωσία και η Τουρκία συντελώντας σε μία αναδιάταξη των περιφερειακών δυνάμεων και σηματοδοτώντας μια νέα ισορροπία ισχύος.

Η Τουρκία διέρχεται μια μεταβατική περίοδο με την εξάρθρωση του κοσμικού κεμαλικού κράτους και τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου ενώ κεντρόφυγες δυνάμεις (Κουρδικό) δοκιμάζουν την πολιτειακή συνοχή της. Οι εσωτερικοί κραδασμοί αποτυπώνονται στην αναθεωρητική στάση και στην εθνικιστική ρητορεία της στις σχέσεις της με την Ελλάδα. Η άγνωστη έκβαση αυτής της συγκυρίας και της απρόβλεπτης συμπεριφοράς της γείτονος καθιστά αναγκαία μια στρατηγική για την Ελλάδα η οποία θα πρέπει να αποβλέπει ανάμεσα στα άλλα:

Πρώτον, στην αποφυγή των σφαλμάτων του παρελθόντος. Αυτό απαιτεί:

n Μια ρεαλιστική ανάλυση του νέου συσχετισμού δυνάμεων η οποία προϋποθέτει κατανόηση των κινήτρων, στόχων και συμφερόντων της Τουρκίας και των διεθνών παραγόντων. Οι περιφερειακές ανακατατάξεις και η πολυπλοκότητα των επίμαχων θεμάτων ενέχουν τον κίνδυνο λανθασμένων εκτιμήσεων.

n Σφυρηλάτηση της σύγκλισης θέσεων, με κύρια ευθύνη της κυβέρνησης, ώστε να αποτραπεί η πόλωση γύρω από τα εθνικά θέματα. Οι κυβερνητικές ανακολουθίες φαίνεται να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σύγκλιση για τα ελληνοτουρκικά που είχε επιτευχθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Ενα τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα όμως δεν θα πρέπει να είναι θύμα μικροκομματικού καιροσκοπισμού. Γι’ αυτό χρειάζονται θεσμοί όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, που θα διαμορφώνουν τις εθνικές θέσεις.

Δεύτερον, στην ενίσχυση των θέσεών μας τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ, στη δημιουργία νέων συμμαχιών, καθώς και στην εμβάθυνση των σχέσεών μας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ που είναι κρίσιμης σημασίας για το Κυπριακό.

n Στο θεσμοθετημένο πλαίσιο αλληλεξάρτησης της ΕΕ δεν υπάρχουν μόνιμες ή εικαζόμενες συμμαχίες –όπως πρέσβευαν οι ανιστόρητες υπεραπλουστεύσεις, π.χ. για συνασπισμό του Νότου. Οι συμμαχίες διαμορφώνονται συγκυριακά, με βάση τα επίμαχα θέματα, όπως έδειξαν οι κρίσεις της ευρωζώνης και του Προσφυγικού. Κατά συνέπεια, χρειάζεται η ενεργός συμβολή της χώρας μας σε όλους τους τομείς, ακόμη κι αν δεν φαίνεται να είναι άμεσης κρισιμότητας για τα συμφέροντά της, ώστε να δημιουργείται ένα αποθεματικό πολιτικής αξιοπιστίας από το οποίο θα μπορεί να αντλεί για την υπεράσπιση των εκκρεμών ζητημάτων της.

n Η Ελλάδα πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά στον πυρήνα των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεδομένου ότι δαπανά τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες, θα πρέπει να ενισχύει τις πρωτοβουλίες για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια και τη δημιουργία της Αμυντικής Ενωσης. Γι’ αυτό απαιτείται η ανάκτηση της κονιορτοποιημένης αξιοπιστίας μας που επλήγη λόγω των αλλοπρόσαλλων χειρισμών της κυβέρνησης, που έθεσαν σε αμφιβολία θεμελιακές επιλογές της χώρας όπως η συμμετοχή στο ευρώ (καλοκαίρι 2015).

Τρίτον, στην ενίσχυση της προ-ενταξιακής πορείας της Τουρκίας σύμφωνα με το ενωσιακό κεκτημένο, ώστε να υπάρχει ένα πλαίσιο επίλυσης των διαφορών και ένας μοχλός επηρεασμού της Τουρκίας. Μολονότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν απέδωσε πάντα, το πάγωμα των σχέσεων θα ήταν επικίνδυνο εφόσον θα ενίσχυε τις φυγόκεντρες αντιευρωπαϊκές τάσεις της. Επίσης, θα ήταν κοντόφθαλμη μια αποκλειστικώς συναλλακτική προσέγγιση, που θα εστιαζόταν στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, υπερτονίζοντας μόνο τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας και παραβλέποντας την ανάγκη συμμόρφωσής της με τις δημοκρατικές αξίες.

Τέταρτον, στην εκμετάλλευση των συγκυριακών πλεονεκτημάτων που προκύπτουν για την Ελλάδα από τη μείωση της αξιοπιστίας της Τουρκίας. Η συγκρουσιακή στάση της Τουρκίας αυξάνει την αφερεγγυότητά της στο ΝΑΤΟ και δημιουργεί αντίστοιχα ευκαιρίες για την αναβάθμιση της Ελλάδας σε περιφερειακό πυλώνα σταθερότητας.

Πέμπτον, στην ενίσχυση του εσωτερικού μετώπου στη μακρόπνοη προσπάθεια των σχέσεών μας με την Τουρκία. Μια πολιτική που δημιουργεί εχέγγυα σταθερότητας προϋποθέτει ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης και μια δημοκρατία με πυρήνα της το κράτος δίκαιου, ένα πολιτικό σύστημα το οποίο αντιλαμβάνεται ότι η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι έρμαιο μιας ομφαλοσκοπικής αντίληψης αλλά προτάσσει μια οξυδερκή αναδιάταξη των διεθνών προσανατολισμών της χώρας, συνδυάζοντας γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς παρασάγγες με πρωτοβουλίες ενταγμένες στην προοπτική της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης.

Ο Γιώργος Ζαββός είναι πρώην ευρωβουλευτής της ΝΔ και πρεσβευτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1994-1997)