Ενα ερώτημα που ίσως προκύπτει σχετικά με τη διασκευή των «Μυστικών του βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα σε graphic novel έχει να κάνει με τη χρονική συγκυρία της κυκλοφορίας του. Σύμφωνοι, το όποιο ενδιαφέρον των εγχώριων κόμικς για ιστορίες που πατούν στην παράδοση αλλά και σημαντικά έργα της νεοελληνικής γραμματείας (από το «Παραρλάμα» και τη «Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» μέχρι τον «Ερωτόκριτο» και το «Γρα Γρου») είναι μια εξήγηση. Ομως η πρόσφατη αναζωπύρωση του μακεδονικού ζητήματος θα μπορούσε να προσδώσει στα «Μυστικά του βάλτου» των εκδόσεων Polaris διαστάσεις μακριά από τις προθέσεις των δημιουργών. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι οι τελευταίοι, ο Γιάννης Ράγκος που υπογράφει το σενάριο και ο Παναγιώτης Πανταζής που ανέλαβε την εικονογράφηση, άρχισαν να δουλεύουν τη διασκευή περίπου τρία χρόνια πριν. Η προεργασία τους περιλάμβανε επιτόπια έρευνα στα Γιαννιτσά, γύρω από την κάποτε βαλτώδη λίμνη των οποίων διαδραματίζεται το έργο, αλλά και μελέτη του αρχείου της Δέλτα ή των φιλολογικών μελετών του μυθιστορήματός της. Η εκδοχή τους σέβεται τις πολιτικές θέσεις του. Αναγνωρίζει όμως και τις διαφορές ανάμεσα στην εποχή του και τη σημερινή.

Τα κρίσιμα στοιχεία εντοπίζονται όλα στην αφήγηση. Οι δύο μικροί πρωταγωνιστές του βιβλίου, ο δωδεκάχρονος Αποστόλης και το «βουλγαρόπαιδο», ο Γιωβάν, βοηθούν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα στις επιχειρήσεις τους κατά των βουλγαρικών, ενώ μαίνεται ο Μακεδονικός Αγώνας και οι συγκρούσεις Πατριαρχικών και Εξαρχικών. Ο Τέλλος Αγρας (Σαράντος Αγαπηνός) και ο καπετάν Νικηφόρος (Ιωάννης Δεμέστιχας), εξέχουσες φυσιογνωμίες της περιόδου, ο μελαγχολικός καπετάν Ακρίτας και ο ύπουλος βοεβόδας Ζλάταν, πολεμούν με «γκρα» και με «μάουζερ», καιροφυλακτούν σε ποταμόβαρκες, κρύβουν τις καλύβες τους στις καλαμιές, φοβούνται μην τυχόν γαβγίσει ο Μάγκας, αλλά και σκοτώνουν ή σκοτώνονται, επιχειρούν ειρήνευση και προδίδονται, αναγνωρίζουν τη χαμένη τους οικογένεια ή τη ματαιότητα του πολέμου. Οι γραμμές των προσώπων τους και του κόσμου που τους περιβάλλει κρύβουν ενίοτε μια σκληράδα που δεν υπονομεύει τον δεδομένο ρομαντισμό του σχεδιαστή τους. Οι πράξεις και τα αισθήματά τους εξιστορούνται σαν φλασμπάκ διαρκείας, σαν θλιμμένη και ολιγόλογη μαρτυρία του 40χρονου πια Αποστόλη ενώπιον της Πηνελόπης Δέλτα. Η χημική αντίδραση λόγου και εικόνας, πυροδοτημένη από τη συνεργασία του Πανταζή και του Ράγκου στον «Ερωτόκριτο», συμπυκνώνει σε 120 σελίδες τις 600 του βιβλίου.

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΗΣ ΔΕΛΤΑ. Το όραμα της Δέλτα όταν το δημοσίευε το 1937 εκτεινόταν από την ανάδειξη της σημασίας του παιδικού βιβλίου μέχρι την υποστήριξη εθνικών στόχων. «Εχουμε τέτοια έλλειψη βιβλίων για παιδιά, που αποφάσισα να πάρω τη βουτιά χωρίς καμιά απαίτηση να γράψω διήγημα που να έχει αξία, αλλά μόνο για να κάνω κάτι ελληνικό, μ’ ελληνικές λέξεις, σ’ ελληνικό περιβάλλον», έγραφε στον Παλαμά. Τα ιδανικά της πατρίδας, του έθνους και της ελευθερίας, αλλά και η αντιμετώπιση της γλώσσας και της λογοτεχνίας ως καταλληλότερων μέσων για την επίτευξή τους αποτυπώνονται συναρπαστικά στην αφήγηση του ανορθόδοξου πολέμου μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στα υπό οθωμανική κυριαρχία μακεδονικά εδάφη των αρχών του 20ού αιώνα –το επίμετρο του Αθανάσιου Τζ. Φέρμιν είναι διαφωτιστικό. Η Δέλτα είχε ακούσει από πρώτο χέρι για νεαρούς αξιωματικούς του ευρύτερου ελληνικού χώρου που ύστερα από τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 ενθουσιάστηκαν με εκείνον εναντίον των αποσχισμένων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Βουλγάρων (αλλά και των Τούρκων, που συντηρούσαν τη διαμάχη), ακούγοντας τις διηγήσεις ενός μακεδονομάχου στο νοσοκομείο όπου η ίδια υπηρετούσε εθελοντικά στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Βασίστηκε σε αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών αλλά και σε προσωπικές μαρτυρίες, όπως του καπετάν Νικηφόρου, παραδίδοντας ένα μυθιστόρημα που με εθνικό πάθος και επικό ύφος περιγράφει ηρωικά ανδραγαθήματα και αισθήματα φιλοπατρίας.

Είναι όμως και οι ματαιώσεις, τα ατομικά δράματα, τα ψυχογραφήματα, οι προσωπικοί αγώνες και η σκληρότητα άλλου ενός πολέμου με θύματα ακόμα και παιδιά, που ξεχωρίζουν στα «Μυστικά του βάλτου» και αναδεικνύονται από τον Πανταζή και τον Ράγκο. Η ικανότητα του μεν στα τοπία και στα αρχιτεκτονήματα και η πείρα του στην αστυνομική λογοτεχνία αφενός φωτίζουν ως πρωταγωνιστή του κόμικ τον ίδιο τον βάλτο των Γιαννιτσών –ακάματο παρατηρητή των ανθρωπίνων, υγρό, σε ένα σωρό αποχρώσεις του πράσινου, πλάι στο κόκκινο του αίματος και της φωτιάς –και αφετέρου υπογραμμίζουν τόσο το βάθος των χαρακτήρων, διψασμένων για εκδίκηση και γαλήνη, όσο και κάποιες λανθάνουσες, σχεδόν διεθνιστικές ανησυχίες της Πηνελόπης Δέλτα. «Αυτός δεν είναι πόλεμος, είναι δολοφονίες», λέει σε κάποιο καρέ ένας Ελληνας, για να λάβει την απάντηση «κι οι Βούλγαροι θα λένε ότι εμείς είμαστε τα θηρία». Εκείνη δε η σύνδεση με το σήμερα μάλλον εξαρτάται από τις διαθέσεις όχι των δημιουργών, αλλά του αναγνώστη: «Βοεβόδα Ζλάταν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να ‘ρθεις;» ρωτάει κάπου ο Τέλλος Αγρας. «Ελληνομακεδόνας εγώ, δε φοβάμαι να συνεννοηθώ με άλλον Μακεδόνα, κι ας είναι και αντίπαλος».