Την περασμένη Κυριακή, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επανεξελέγη για τέταρτη φορά πρόεδρος της χώρας του. Στο διάστημα που, λόγω συνταγματικών «προβλημάτων», δεν μπορούσε να είναι πρόεδρος, είχε γίνει πρωθυπουργός μέχρι να ξεμπερδέψει με το Σύνταγμα και να συνεχίσει τη μακροχρόνια εξουσία του.

Λίγες ημέρες πριν, η Ανγκελα Μέρκελ ορκιζόταν, επίσης για τέταρτη φορά, καγκελάριος της Γερμανίας, έπειτα από έξι μήνες αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης κατά τους οποίους παρέμενε «μεταβατική» καγκελάριος της χώρας. Στην τελευταία επανεκλογή της στην ηγεσία του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος είχε λάβει ποσοστό άνω του 90%.

Στην Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν επίσης μετρά τέτοιας κλίμακας θητεία. Παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει εξελιχθεί σε μία ιδιότυπη μορφή δικτατορίας, ιδίως όσον αφορά την καταπάτηση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ερντογάν έχει πάντοτε πολύ μεγάλη λαϊκή νομιμοποίηση και οι κάλπες κάθε άλλο παρά τον τρομάζουν. Τέλος, ακόμα και στην Κίνα υπήρξαν εναλλαγές εξουσίας. Και ο νυν πρόεδρος πέτυχε να αλλάξει το Σύνταγμα για να τους αποφύγει στο μέλλον.

Οι ηγέτες της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Τουρκίας έχουν πλήθος διαφορών μεταξύ τους, όπως άλλωστε και οι χώρες τους: εξ αυτών, μόνον η Γερμανία είναι πραγματικά δημοκρατία δυτικού τύπου και, μάλιστα, υποδειγματική. Οι άλλες δύο χώρες ακροβατούν διαρκώς με το δημοκρατικό πολίτευμα, τα όρια του οποίου έχουν πολλάκις περάσει. Ομως ταυτόχρονα, όπως έδειξε και η σφοδρή (ορθή) επίθεση Μέρκελ σε Πούτιν και Ερντογάν προχθές μαζί για τη Συρία από τη γερμανική Βουλή, ως ηγέτες σύγχρονων «αυτοκρατοριών», έχουν και ένα κοινό: ασκούν «αιωνίως» τις πιο μακροχρόνιες εξουσίες που συναντά κανείς σήμερα στον κόσμο. Επί όσο διάστημα οι τρεις αυτοί ηγέτες βρίσκονται στην εξουσία στη Ρωσία, τη Γερμανία και την Τουρκία, η συντριπτική πλειονότητα των κρατών «δυτικού τύπου» έχουν αλλάξει ούτε μία, ούτε δύο, αλλά περισσότερες φορές πολιτικές ηγεσίες: αυτό συνέβη στη Βρετανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στις μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες, φυσικά στην πτωχευμένη Ελλάδα, αυτό συμβαίνει σχεδόν παντού. Μία από τις εξαιρέσεις αυτής της πραγματικότητας είναι ο πρωθυπουργός Ραχόι της Ισπανίας, ο οποίος αντλεί τη δύναμη παραμονής του στην εξουσία από τον τρόπο με τον οποίο απώθησε τις προσπάθειες του Βερολίνου να επιβάλει επιτροπεία στη χώρα στην αρχή της κρίσης: ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε επιχείρησε να θέσει την Ισπανία υπό μνημονιακή εποπτεία, ιδίως λόγω των προβλημάτων στις τράπεζες, όμως περίπου κυριολεκτικά ο Ραχόι τον πέταξε έξω όταν μετέβη εκεί για να το πετύχει. Η Ισπανία απείλησε ότι θα τίναζε το ευρώ στον αέρα και το Βερολίνο έκανε πίσω. Οι πολίτες της το είδαν αυτό όπως, αργότερα, είδαν τους χειρισμούς του στην υπόθεση της καταλανικής απόπειρας αυτονόμησης.

Η παραμονή στην εξουσία επί τέτοιο διάστημα δεν συνάδει με την ουσία των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Ταυτόχρονα όμως γεννά τεράστια πλεονεκτήματα στον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών. Στις ΗΠΑ απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Και υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Στην Ευρώπη όμως όχι. Και λόγω του μεγέθους και της σημασίας της Γερμανίας έχει συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση ανισότητας συνθηκών και στην επικράτηση της ισχυρής ηγεμονίας της επί μιας ζαλισμένης Ενωσης που, σε αντίθεση με το Βερολίνο, δεν ξέρει συνολικά τι θέλει, πού πατά και πού βρίσκεται.