Με ποιον είσαι; Με τον Φίλη ή με το Συμβούλιο της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική μια δική του υπουργική απόφαση για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών;

Αν έτσι τεθεί το ερώτημα, η απάντηση είναι πανεύκολη. Αυτονόητη. Με τον Φίλη, φυσικά.

Δεν έχω υπόψη μου παρά λίγα αποσπάσματα του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης που είδαν το φως της δημοσιότητας. Μα αν κρίνω από αυτά, το Συμβούλιο –το οποίο κάποτε είχε εξεγερθεί όταν ένας πρόεδρός του είχε την ιδέα να τελέσει αγιασμό επί τη ενάρξει των εργασιών του και η ολομέλειά του είχε ματαιώσει την τελετή ως ασύμβατη με την παράδοση του δικαστηρίου –φαίνεται να υιοθετεί τη λογική πως το σχολικό μάθημα πρέπει να λειτουργεί ως κατήχηση. Εκρινε, για παράδειγμα, πως η αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογική κατεύθυνση, «κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση που πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφωνουν οι μαθητές στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος».

Με τον Φίλη, λοιπόν. Αλλά, αν κάνουμε ένα βήμα πίσω στον χρόνο και την πρόσφατη Ιστορία, το αρχικό ερώτημα χρειάζεται ίσως να αναδιατυπωθεί.

Ας συμφωνήσουμε, πρώτα, στο αδιαμφισβήτητο. Πως το περιεχόμενο της εκπαίδευσης που προσφέρει το σχολείο, από την Πρώτη Δημοτικού ώς την Τρίτη Λυκείου, η επιλογή των μαθημάτων, η διάρθρωση της ύλης τους, το περιεχόμενο των βιβλίων και ο τρόπος διδασκαλίας πάσχουν. Είναι –κατά μάλλον ομόθυμη κρίση –απαρχαιωμένα, ασύμβατα με σύγχρονες επιστημονικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις. Και εξηγούν τις χαμηλές επιδόσεις του σχολείου και των μαθητών του σε αξιολογήσεις, όπως της PISA. «Αν δεν αλλάξει το σχολείο, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης» –έχει κατά κόρον ειπωθεί.

Ας συμφωνήσουμε, επίσης, ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνον, ίσως ούτε κυρίως, το μάθημα των Θρησκευτικών. Τα Μαθηματικά, ας πούμε, είναι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα.

Κι ας συμφωνήσουμε, τέλος, πως η αλλαγή των μαθημάτων μπορεί να είναι αναγκαία αλλά δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μια απαιτητική διαδικασία που προϋποθέτει ειδική επιστημονική κατάρτιση, συστηματική προετοιμασία, εκπαιδευτικό διάλογο, πειραματική εφαρμογή και διαρκή αναθεώρηση.

Σύμφωνοι. Το δράμα είναι, όμως, ότι όλα αυτά είχαν αρχίσει να γίνονται. Το 2010, το υπουργείο Παιδείας είχε οργανώσει έναν διαγωνισμό, είχε προσκαλέσει ειδικούς επιστήμονες και είχε ξεκινήσει τη διαδικασία αλλαγής της διάρθρωσης και του περιεχομένου των μαθημάτων. Τα νέα μαθήματα είχαν αρχίσει πειραματικά να διδάσκονται. Τα Θρησκευτικά είχαν ενταχθεί σε αυτήν την αλλαγή, στην κατεύθυνση περίπου που αργότερα θα εκινείτο και η προσπάθεια Φίλη. Αλλά χωρίς φωνές και διακηρύξεις, με τη συναίνεση μετριοπαθών και φωτισμένων εκπροσώπων της Εκκλησίας. Μόνο που το 2015 όλη αυτή η διαδικασία πάγωσε. Το πείραμα διακόπηκε. Ολη η προετοιμασία πετάχτηκε στα σκουπίδια, στα πλαίσια μιας σταυροφορίας «απο-διαμαντοπουλοποίησης» της Παιδείας. Μαζί και τα όχι ασήμαντα κονδύλια που είχαν διατεθεί για αυτή τη μεταρρύθμιση.

Κάποτε, όταν πέρασε η εποχή Μπαλτά, ο Νίκος Φίλης αποφάσισε να ψάξει τον τενεκέ των σκουπιδιών και να ανασύρει από τον σωρό το μάθημα των Θρησκευτικών. Μόνον αυτό. Και να προχωρήσει στην αλλαγή του –χωρίς τίποτε άλλο να αλλάξει στη σχολική ύλη. Η απομόνωση ενός μόνο μαθήματος πήρε, αναπόφευκτα, χαρακτήρα ιδεολογικής αντιπαράθεσης και μάχης μηχανισμών και ισχύος. Οι μετριοπαθείς της Εκκλησίας ηττήθηκαν στα πλαίσια της αντιπαράθεσης αυτής από τους τζιχαντιστές που επέβαλαν τη γραμμή τους. Η συνέχεια είναι γνωστή. Πρώτα ήρθε η εκπαραθύρωση Φίλη από τον δακρύοντα Καμμένο. Κι έπειτα η ήττα της μεταρρύθμισης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (που είναι, ενδεχομένως, και ήττα του πνεύματος και της παράδοσης του ίδιου του Συμβουλίου).

Η υπόθεση του μαθήματος των Θρησκευτικών γίνεται, έτσι, το υπόδειγμα του συνολικότερου και βαθύτερου προβλήματος της πολιτικής εποχής και τούτης της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αντιμεταρρυθμιστική στο DNA της, δέσμια του πολωτικού στρατηγήματος «ή εμείς ή αυτοί», εμπαθής και πεπεισμένη πως «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», πολιτεύθηκε με τη φιλοδοξία να κάνει γρήγορα μια «πρωταρχική συσσώρευση» κεφαλαίου εξουσίας, με πρόσχημα πως το 2015 είναι το Ετος Ενα της νέας Ιστορίας και πως η νέα εξουσία πρέπει να προλάβει μιαν 9η Θερμιδώρ. Κι έτσι βρίσκεται τώρα, στας δυσμάς του βίου της, στο τέλειο αδιέξοδο. Εμπρός σε μια δέσμη μεγάλων και κρίσιμων προβλημάτων που ρίχνουν τη σκιά τους στο μέλλον της χώρας –η αντιμετώπιση της νέας Τουρκίας, η (χαμένη;) ευκαιρία επίλυσης του Μακεδονικού και η «ολιστική» συμφωνία για τη μεταμνημονιακή κατάσταση της χώρας –βρίσκεται απομονωμένη από τις δημοκρατικές, μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις, τις οποίες έβαλε απέναντί της. Υποχρεωμένη να διαπραγματεύεται κυρίως στο εσωτερικό της με την ψεκασμένη συνιστώσα της, εις βάρος της πραγματικής διαπραγμάτευσης.

Πώς τελειώνουν όλα αυτά; Με τον τρόπο που τελείωσε η μάχη των Θρησκευτικών, πολύ φοβάμαι.