Ομολογώ ότι η λογική της κυβέρνησης αρχίζει και κινείται στα όρια του παραλογισμού.

Ξέφυγε ένας ποδοσφαιρικός παράγοντας; Να τιμωρηθεί.

Παρεκτράπηκε μια ομάδα; Να τιμωρηθεί και αυτή.

Αποδείχτηκε ανίκανος ένας διαιτητής; Να διαγραφεί.

Γιατί πρέπει να σταματήσει το πρωτάθλημα; Γιατί πρέπει να πληρώσουν όλοι τις αμαρτίες ορισμένων; Επειδή οι κατηγορούμενοι είναι φίλοι της κυβέρνησης;

Εκτός κι αν δεν είναι παράλογο αλλά ύποπτο. Εκτός κι αν είναι ο φταίχτης που φωνάζει για να θολώσει με τις φωνές το φταίξιμο. Για φιγούρα.

Η αλήθεια να λέγεται. Ποτέ η Ελλάδα δεν ήταν χώρα αγγέλων. Ποτέ όμως πριν από την «πρώτη φόρα Αριστερά» δεν είχε παραδοθεί στα χέρια του υποκόσμου.

Σε έναν υπόκοσμο της πολιτικής και της διοίκησης. Του ποδοσφαίρου. Της οικονομίας. Της δημοσιογραφίας. Της τηλεόρασης. Της ζωής γενικά.

Με φάτσες υποκόσμου. Παρελθόν υποκόσμου. Και μεθόδους υποκόσμου.

Ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Κοιτάξτε ποιοι στηρίζουν την κυβέρνηση και ποιους στηρίζει η κυβέρνηση. Και πείτε μου ποιους από αυτούς θα βάζατε σπίτι σας ή θα προσλαμβάνατε στη δουλειά σας.

Δεν μπορεί. Τέτοια συλλογή αποβρασμάτων κάτι σημαίνει. Δεν έτυχε. Πέτυχε.

Πέτυχε για έναν απλό λόγο. Στο μένος του να πολεμήσει κάποιο «παλαιό σύστημα» που έβλαπτε (υποτίθεται) τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστράτευσε ό,τι χειρότερο προσφέρθηκε να βοηθήσει.

Και ποιοι προσφέρθηκαν;

Πρώτον, όσοι κινούνταν επί σαράντα χρόνια στα περιθώρια της κοινωνίας και στον αστερισμό της ανυποληψίας είτε για δασύτριχους ιδεολογικούς λόγους, είτε από πολιτική μικρόνοια, είτε από προσωπική ανικανότητα ή αποτυχία. Οι τενεκέδες, δηλαδή.

Είδαν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν μια προσωπική ρεβάνς από όσους τους προσπέρασαν στον δρόμο της ζωής.

Δεύτερον, όσοι νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία «να πιάσουν την καλή» και να αποτελέσουν τους πυλώνες κάποιου «νέου συστήματος» που θα έστηνε η νέα κυβέρνηση. Οι επιτήδειοι, δηλαδή.

«Θα φύγουν οι άλλοι, θα τρυπώσουμε εμείς» σκέφτηκαν.

Ετσι η κυβέρνηση βρέθηκε σήμερα εγκλωβισμένη σε ανυπόφορες παρέες. Για να πολεμήσει το Mega, ερωτεύτηκε το Kontra και το Documento. Η σύγκριση τα λέει όλα.

Και η Ελλάδα παραδόθηκε. Πολιτικά, αισθητικά, οικονομικά, πολιτισμικά.

Δυστυχώς όμως έχασε. Δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα άνθρωπος που να μη νοσταλγεί τη δεκαετία του 2000 –την «πηγή του κακού» κατά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ούτε τομέας δραστηριότητας που να έχει γίνει καλύτερος με αρτιότερους επαγγελματίες, δικαιότερες ευκαιρίες και υγιέστερες προοπτικές.

Ο δρόμος που άνοιξαν μπροστά μας στο όνομα της εξυγίανσης απεδείχθη μόνο χειρότερος. Μοχθηρός, κακόγουστος και χυδαίος.

Κατά μια εκδοχή οδηγεί στον υπόνομο. Κατά μια άλλη εκδοχή στη φυλακή.