Στον αγώνα ενωμένοι

Στο τσιγάρο χωριστά;

Χρόνης Μίσσιος, «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»

Σε μια χώρα με τόσο φωτεινό ήλιο, η πολιτική να κυριαρχείται από βαθιές σκιές, σε μια χώρα μ’ έναστρο ουρανό, οι πολίτες να περπατάνε στα τυφλά μέσα στο πυκνό σκοτάδι, σε μια χώρα όπου τραγουδάνε ακόμα και τα πουλιά, να σιωπούν οι [αυτοαποκαλούμενοι] άνθρωποι του πνεύματος, σε μια χώρα της ποίησης και των ποιητών, να διαβάζονται και να προβάλλονται δηλώσεις μιας χρήσης, ενός άχρηστου ή κάποιων αχάριστων, φαίνεται να είναι απορίας άξιον, όμως τελικά δεν είναι.

Επειδή στην Ελλάδα «οι αλεπούδες είναι γραφτό να καταβροχθίσουν τα κοκόρια» [Βασ. Καραποστόλης, Η ζωή σαν τιμολόγιο], οι πολλοί αρχόμενοι αποφάσισαν, εκόντες/ άκοντες, να ζήσουν σαν [εκ-πεπτω-]κότες και ν’ αφήσουν στους εκάστοτε λίγους άρχοντες «να κάνουν παιχνίδι». Ν’ αλληλοσυγχαίρονται, ν’ αλληλοβραβεύονται, ν’ αλληλοαθωώνονται, ν’ αλληλοδικαιώνονται.

Επειδή ορισμένοι, ίσως ελάχιστοι, αρνούνται την πολιτική/ κοινωνική/ ψυχική ερήμωση και την υποταγή στο «αόρατο χέρι» ή την αναμονή της άυλης λύτρωσης κι επειδή θέλουν να ονειρεύονται ακόμα και μετά τον θάνατο [μάλλον, τη δολοφονία] του ονείρου, είναι αναγκαίος ένας νέος Οδικός Χάρτης Δικαίου και Ηθικής [όχι ως αφηρημένων/ ασαφών κατευθύνσεων αλλά ως προϋποθέσεων/ εγγυήσεων για ηθικό πολιτικό βίο].

Με βάση τα παραπάνω, θα συμβούλευα τα παιδιά μου και κάθε νέο αυτής της πατρίδας:

Να φοβούνται πολιτικούς που ούτε γνωρίζουν τι ποιούν, ούτε πιστεύουν σε κάτι πλην της εξουσίας, που επινοούν και κατασκευάζουν έννοιες και λέξεις κατά το δοκούν και κατά περίσταση, που ό,τι πράττουν αυτοί [επειδή το πράττουν αυτοί] είναι εξαρχής ορθό και δίκαιο, ενώ ό,τι πράττουν οι άλλοι [επειδή το πράττουν οι άλλοι] είναι εξαρχής λάθος κι άδικο, που είναι αιχμάλωτοι/ όμηροι των προ-φάσεων και προ-καταλήψεών τους.

Να μην εμπιστεύονται τους ηγέτες που ζητάνε να θυσιαστούν οι πολίτες για να σωθούν αυτοί, τους δογματικά [αυτο]υπνωτισμένους που επικαλούνται τη δημιουργία του «Νέου Ανθρώπου» [sic] ενώ ξαναγεννάνε τον Προάνθρωπο, τους φιλοσόφους που αυτοαναγορεύονται κριτές των πάντων ενώ οι ίδιοι δεν ευθύνονται για τίποτα.

Να μην παρασύρονται από τον κομπασμό και τον φανφαρονισμό των τυχοδιωκτών, την αφελή [;] υπακοή των εθελόδουλων, τους εμπόρους των ελπίδων και των ψευδαισθήσεων, τους εμπαθείς και απαθείς.

Να ξεχωρίζουν την αδιάντροπη πορνεία [της ψυχής] από την αδέξια ντροπή [των λόγων], την ακάθαρτη σκέψη από την ιδεοληπτική συνείδηση, τη βία της απελπισίας από τη λύσσα του φθόνου, την πτωχοαλαζονεία από την αμυντική λειτουργία της ανημποριάς, το «ξυπόλητο τάγμα» από τους ένοχους αβράκωτους, τους συμφεροντολόγους «καταναλωτές της ήττας» από τους ιδιοτελείς αγωνιστές, τους εξεγερμένους από τους μονομάχους.

Ν’ ακολουθούν τους αταξινόμητους κι όχι τους ταξινομημένους, τους κριτικούς κι όχι τους εθελοτυφλούντες, τους ρισκάροντες κι όχι τους βολεμένους, τους προμηθείς κι όχι τους επιμηθείς.

Δεν γνωρίζω τι απ’ όλα αυτά θα γίνει πυξίδα ζωής. Σίγουρα όμως δεν θα γίνουν χάντρες στο κομπολόι κάθε εξουσίας που ξέρει μόνο ν’ απειλεί και να δια-τάζει.

ΥΓ. «Λιγοστέψαμε. Γίναμε τόσοι δα. Κομμάτια» [Στ. Σταυρόπουλος, Πιο νύχτα δεν γίνεται]