Είναι κι αυτά τα φωτάκια στο δέντρο. Τσακ, όλα μαζί. Τσακ, τα μισά. Κι άντε πάλι. Τσακ, όλα μαζί. Τσακ, τα μισά.

Τσακ του τσακ.

Ηθελα κάτι χριστουγεννιάτικο για σήμερα. Πήρα κουραμπιέδες (πιο βαριά η άχνη απ’ τον κουραμπιέ), μελομακάρονα (αντί για μέλι γλυκόζη), κατέβασα και το δέντρο απ’ το πατάρι (κάνεις κι αλλιώς, σ’ την έχουνε στημένη οι απανταχού οικολόγοι), έβαλα και κάτι ρημαδοφωτάκια (τα πιο πολλά καμένα, τα ‘φαγε η υγρασία του καιρού) και τσακ, όλα μαζί. Τσακ, τα μισά. Γύρναγα το κοντρόλ τους (το κοντρόλ τα μάρανε), αδύνατον να τα στρώσω. Δεν θέλανε ν’ ανάβουνε όλα μαζεμένα. Αρχίσανε τις τσαχπινιές. Σε μια στιγμή αναβοσβήνανε σαν τρελά, πήγα να τρελαθώ κι εγώ να είμαστε ασορτί, να τους κάνω παρέα. Τελικά τ’ άφησα στο μισό μισό.

Τσακ, όλα μαζί. Τσακ, τα μισά.

Πήρα κι ένα πανετόνε φουσκωτό φουσκωτό για συμπαράσταση στην Ιταλία που τραβάει κι αυτή με τους πρόσφυγες… (Απαπα. Δεν λέω για τους πρόσφυγες, λέξη, μούγκα, γιατί είναι ένας κύριος που σου κάνει μηνύσεις για ρατσισμό και τέτοια πολιτικώς ολόρθα. Τρέμουνε η Σώτη και ο Τάκης, τους σέρνουνε στα δικαστήρια).

Στόλισα και το σπίτι με κάτι κουκουνάρες καραβαμμένες στο χρυσό, όλα τα έκανα. Μέχρι Παπαδιαμάντη έφτασα. Μέχρι εκεί το τράβηξα.

Ανοιξα τον «Χριστό στο Κάστρο».

«Το Γιάννη το Νυφιώτη, και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’μ πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο· τ’ ακούσατε;».

Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων κ’ ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186… Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πιη μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο· κ’ η θεια το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.

«Τ’ ακούσαμε κ’ ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· «έτσ’ είπανε»…

Κι εκεί που πήγαινα να γλυκαθώ με τον ρυθμό της γλώσσας, το λίκνισμα της φράσης κι ένιωθα ένα κερί να σιγοκαίει φωτίζοντας με το μέλι του τα πιο βαθιά σκοτάδια της ψυχής, κάποιος αναίσθητος άνοιξε την τηλεόραση. Και τσουπ, να σου ο Πρωθυπουργός με τους τραπεζίτες (κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη) στο ίδιο τραπέζι, μέσα στην καρδιά του Μαξίμου. Τα φωτάκια φταίνε. Τσακ, όλα μαζί. Τσακ, τα μισά. Εχω παραισθήσεις.

Οχι. Λάθος. Καμία παραίσθηση. Ηταν η σκληρή πραγματικότητα. Αλλάζω κανάλι. Τσουπ, ο Καμμένος σ’ ένα βίντεο, περσινό, προπέρσινο δεν κατάλαβα, να ορκίζεται ότι αν ανέβει ο ΦΠΑ στα νησιά θα πέσει να πνιγεί με τα ίδια του τα χέρια. Αλλάζω κανάλι και πέφτω φάτσα με φάτσα με την κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου στη Βουλή να κάνει μαλλιά στον Βενιζέλο. Επεσε και στον άνθρωπο.

«Τασία, το μπλαζέ ύφος αλλού».

Οχι, κύριε Βενιζέλε, δεν ήτανε μπλαζέ το ύφος. Ητανε λάγνο. Από τότε που βγάλανε σέξι τον Τσίπρα, κάνει τα πάντα να του πάρει τη θέση.

Ξαναλλάζω κανάλι, βλέπω στους πλειστηριασμούς τον Λαφαζάνη στα κάγκελα. Αααα, γρουσουζιά παραμονιάτικα. Να μου ‘ρθει μια ζαλάδα, ένα κακό. Και να ‘χω και τα φωτάκια. Τσακ, τα μισά. Τσακ, όλα μαζί.

Κλείνω την τηλεόραση, τραβάω κι απ’ την πρίζα το σκατόπραμα τα φωτάκια και πέφτω να ψοφολογήσω σαν άνθρωπος. Πού να με πάρει ο ύπνος. Να βλέπω ν’ αναβοσβήνουν μια η Τασία, μια ο Καμμένος, μια ο Τσίπρας, μια οι τραπεζίτες. Μια ο ένας. Μια όλοι μαζί. Μια ο ένας, μια όλοι μαζί.

Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα.

Οσο για μένα.

Ξεχάστε με.