Εχοντας αναμνήσεις από εκείνες τις ημέρες του Πολυτεχνείου, από την αίσθηση του φόβου πάνω από την πόλη, από την παλλόμενη φωνή της Μαρίας Δαμανάκη όταν ζητούσε να αποσταλούν φάρμακα, έχοντας δει στην τηλεόραση ως «πλάνα της ημέρας» το τανκ να ρίχνει την πόρτα, ούτε καν να θυμώσω μπορώ με τους αντάρτες του γλυκού νερού που έκαναν προχθές κατάληψη στο Μετσόβιο. Αλλά ούτε και να γελάσω παρ’ όλο που παρακαλουθώ την πλήρη επαλήθευση της άποψης ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Διότι, στην προκειμένη περίπτωση, η φάρσα είναι κάκιστη. Αντιεξουσιαστές, κινηματίες, συλλογικότητες, όπως και να ονομάζονται, μόνο θλίψη προκαλούν καθώς πουλάνε πολιτικό τσαμπουκά σε ανύπαρκτους αγοραστές. Προστατευμένοι από το κράτος, με την ανοχή της αστυνομίας, καίνε, σπάνε και βανδαλίζουν εκ τους ασφαλούς, καλούν και τους φίλους τους από το εξωτερικό να τους κάνουν παρέα στο μπάχαλο και νομίζουν ότι, επειδή υιοθετούν έναν επαναστατικό λόγο, είναι επαναστάτες. Μπαχαλάκηδες είναι που διασκεύασαν το «Εδώ Πολυτεχνείο» σε σχολική επιθεώρηση. Ακρως προσβλητική για τα πραγματικά «παιδιά του Πολυτεχνείου» που ξεσηκώθηκαν σε μία πραγματική χούντα και στάθηκαν απέναντι σε πραγματικά τανκς και πραγματικές σφαίρες. Αλλο η επανάσταση και άλλο η προσομοίωσή της.

Διάβαζα πρόσφατα μια συνέντευξη της Αλκης Ζέη με αφορμή την κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού της βιβλίου «Πόσο θα ζήσεις ακόμη γιαγιά;». Αναφερόμενη λοιπόν στην πρόσφατη εκδρομή μνήμης που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο και στη φωτογραφία του Παναγιώτη Ρήγα με την υψωμένη γροθιά, λέει: «Μου φαίνεται σαν σχολική εκδρομή. Δεν είναι τρόπος αυτός, σε έναν τόπο μαρτυρίων να πηγαίνεις και να λες τραγουδάκια και να σηκώνεις τη γροθιά σου, σήμερα, που δε σε εμποδίζει κανένας να τη σηκώσεις». Δεν θα μπορούσε να τα πει καλύτερα.