Δεν μιλάμε για ένα θεατρικό γεγονός –αν και πρόκειται για μια παράσταση –όσο για ένα πνευματικό, καλλιτεχνικό και ηθικό γεγονός ύψιστης σημασίας που η προτεραιότητά του, λόγω του θέματός του, θα έπρεπε να παραμένει πρωταρχική, έστω κι αν οι συνέλληνες περί άλλα τυρβάζουν θεατρικά. Εννοούμε την παράσταση που έστησαν στο θέατρο Βασιλάκου ο Δημήτρης Λιγνάδης με τον Γιώργο Νανούρη –δυστυχώς ο βίος της παράστασης ολοκληρώνεται την επόμενη Κυριακή. Βεβαίως Λιγνάδης και Νανούρης είχαν στα χέρια τους τη νουβέλα του Λέοντα Τολστόι «Αφέντης και δούλος», αλλά αν θυμηθεί κανείς πόσο έχουν κακοπάθει με τις διασκευές μυθιστορημάτων τους και ο ίδιος ο Τολστόι και ο Ντοστογέφσκι και τόσοι άλλοι κλασικοί συγγραφείς με τις προσθήκες, τις αλλαγές και τα κοψίματα που τους γίνονται, δεν μπορείς παρά να χαιρετήσεις με σεβασμό μια διασκευή που κάνει ακόμη και τα καταχωρισμένα σ’ αυτήν ποιήματα του Γεωργίου Στρατήγη, του Ζαχαρία Παπαντωνίου και του Κώστα Μόντη να ακούγονται σαν υπογεγραμμένα από τον δημιουργό τού «Πόλεμος και ειρήνη».

Μια νουβέλα με τόσο ξεκάθαρο «μήνυμα» που η αδρότητα της παράστασης του Λιγνάδη και του Νανούρη το κάνει ακόμη πιο σαφές. Κάτι περισσότερο: αναγκαίο όσο το οξυγόνο που αναπνέουμε, αν και φαίνεται να ισχύει το ακριβώς αντίθετο στους καιρούς μας. Σε βαθμό που αναρωτιέται κανείς μήπως η λύση στα περίπλοκα προβλήματα της εποχής μας –σε παγκόσμιο επίπεδο –θα ήταν μια ηθικής τάξεως ανατροπή στην ισχύουσα κοινωνικοπολιτική συνθήκη κι όχι μια ανατροπή με γνώμονα τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων. Αφού μια ανατροπή όπως αυτή συλλαμβάνεται συνήθως ως αντικατάσταση των κρατούντων από τους επαναστατημένους –θυμηθείτε ανάμεσα σε πολλά αντίστοιχα περιστατικά το τι έγινε όταν έπεσε ο Τσαουσέσκου και είδαμε να έχουν καταλάβει και να έχουν κατακλύσει τους χώρους των ανακτόρων οι ανατροπείς του ρουμάνου δικτάτορα, με ζωγραφισμένη μια άφατη ηδονή στα πρόσωπά τους.

Ποια είναι λοιπόν η ανατροπή που γίνεται στο «Αφέντης και δούλος» του Τολστόι; Οταν μέσα στις δυσβάστακτες καιρικές συνθήκες της αχανούς ρωσικής στέπας ξυπνά η συνείδηση του αφέντη κι ένας άνθρωπος, αλαζονικός και βασανιστικός για τους άλλους, μεταμορφώνεται σ’ έναν αρωγό –έστω κι αν δεν έχει παρά μόνο τη γούνα που φοράει να του προσφέρει –προκειμένου να σώσει τη ζωή του δούλου του, χωρίς η απώλεια της δικής του, που ώς λίγο πριν αντιπροσώπευε την υπέρτατη αξία, να σημαίνει πια οτιδήποτε για τον ίδιο. Οταν επιχειρείς μια κάθετη και οριζόντια διατομή της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο Τολστόι, το να μιλάει κανείς για την αναγνώριση στο έργο του ενός ουμανισμού –όσο ευρεία έννοια κι αν συνιστά –ή απλά για την παρουσία ενός πνεύματος αλληλεγγύης ή φιλανθρωπίας, στην πραγματικότητα προσβάλλεις τον δημιουργό που το έργο του θέλεις να επαινέσεις. Οταν φτάνεις στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής ακόμη και ο ιδιοφυέστερος χαρακτηρισμός, ή θεωρία, ηχεί καταχρηστικός, αν όχι γελοίος.

Η μεγάλη πραγματική και βαθιά αλλαγή δεν έχει ως μάρτυρά της παρά μόνο τον άνθρωπο που την υφίσταται και δεν αναγνωρίζεται ως συγκλονιστική παρά όταν έχει εκλείψει κάθε προοπτική να αξιοποιηθεί έστω και με την εξομολόγησή της. Πολύ περισσότερο με τη μεταβίβασή της ως εμπειρίας στους άλλους.