Εκεί που βάδιζα στην Πανεπιστημίου με τα ακουστικά στα αφτιά, νιώθω κάποιον να με πλησιάζει από πίσω και να με αρπάζει από το μπράτσο. Στιγμιαία αλαφιάζομαι –«το πορτοφόλι!» σκέφτομαι, «το κινητό μου!» –γυρνάω κι αντικρίζω ένα γεροντάκι τόσο δα, με άσπρα γένια, ανάκατα μαλλιά, να μου χαμογελάει διάπλατα.

«Βρε σαν τα χιόνια! Γράφεις και στην εφημερίδα, βγάζεις και βιβλία, τα μαθαίνω, τα μαθαίνω… Πώς τα κατάφερες, μάγκα μου; Μπράβο σου!»

Από τη φωνή τον αναγνώρισα. Κι από το ύφος του σιγουρεύτηκα ότι δεν με καμάρωνε, δεν χαιρόταν που έκανα στη ζωή μου ό,τι λαχταρούσα από όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Μονάχα έκπληξη αισθανόταν. Ενα μυστήριο φρούτο τού φαινόμουν. Μια ανορθογραφία. Μια εξαίρεση στους φυσικούς και στους κοινωνικούς κανόνες –όπως τους είχε σφηνωμένους στο μυαλό του -, η οποία δεν αρκούσε για να τους κλονίσει. Ισα ίσα τους επιβεβαίωνε.

Ο Θεοφάνης. Μια εφιαλτική συνάντηση της πρώιμης εφηβείας μου.

Το επόμενο καλοκαίρι από τον θάνατο του πατέρα μου, το 1980, μια παιδική φίλη της μάνας μου την κάλεσε σε ένα ξενοδοχείο που είχε χτίσει (με θαλασσοδάνειο όπως προέκυψε πολύ αργότερα) σε νησί των Σποράδων. «Πάρε τον γιο σου κι έλα για έναν, για ενάμιση μήνα! Να ξαλεγράρετε, να ελαφρύνουν οι μαύρες αναμνήσεις, να χορτάσω κι εγώ την παρέα σου, που σε βλέπω στη φέξη και στη χάση. Μην το σκέφτεσαι, θα σας έχω στα πούπουλα!». Εκείνη δίσταζε –ήταν πιστή στο γνωμικό που λέει ότι ο ξένος και το ψάρι την τρίτη μέρα βρωμούν. Η φίλη της όμως την πίεζε τηλεφωνικά. Εγώ, δε, είχα γλυκαθεί στην ιδέα –μπάνγκαλοουζ και πισίνα και μπάρμπεκιου ούτε στον ύπνο μου δεν τα ‘χα δει… Με τα πολλά, η μαμά μου υποχώρησε.

Η φιλενάδα τήρησε στο ακέραιο τις υποσχέσεις της, στο καλύτερο δωμάτιο μας έβαλε, είχε μάλιστα δασκαλέψει το προσωπικό να μας περιποιείται ιδιαιτέρως, χωρίς –ελπίζω ακόμα –να του έχει αποκαλύψει το οικογενειακό μας δράμα. Επρόκειτο για καλότατη γυναίκα, στοργική μητέρα τριών αγοριών, αρχιτέκτονα, με γνήσιο ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες. Ο άντρας της όμως, ο Θεοφάνης…

Μόλις τον είδα, μου φάνηκε σαν σκληροτράχηλος, τυραννικός λοχίας –είχα την εικόνα από τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι». Δεν έπεσα πολύ έξω. Ο Θεοφάνης διέθετε ηρωικές περγαμηνές, είχε πολεμήσει εικοσάρης στο Αλβανικό Μέτωπο και ύστερα στη Μέση Ανατολή. Είχε πλουτίσει ως εργολάβος οικοδομών και στα σαράντα πέντε του είχε ερωτευτεί και παντρευτεί την –κατά δεκαπέντε χρόνια νεότερή του –φίλη της μάνας μου. Κανείς δεν θα απορούσε τι του είχε βρει η κοπέλα. Οσο μπόι του έλειπε, τόση αντρίλα ανέδιδε. Σε έπειθε πως είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι, ήξερε να διηγείται περιπέτειες, να πιάνει και να ψήνει ψάρια, να ρίχνει ζεϊμπεκιές. Εδινε επίσης την εγγύηση πως θα γινόταν πανάξιος πατέρας. Και την επιβεβαίωνε καθημερινά.

Απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ στην παραλία, ηλιοκαμένος, με ένα τζιν σορτσάκι για μαγιό, ασχολούνταν ακούραστα με τους τρεις γιους του αλλά και με όλα τα υπόλοιπα παιδιά του ξενοδοχείου. Παρέδιδε δωρεάν μαθήματα σέρφινγκ, ψαρέματος από τη βάρκα, ξεμονάχιαζε επίσης τα αγόρια και τα δίδασκε πώς να ρίχνουν γκόμενες.

Από την πρώτη κιόλας μέρα, άθελά μου, του την έσπασα. Ούτε οι ιστορίες του με ενδιέφεραν, ούτε βουτιές με το κεφάλι ήξερα να κάνω, ούτε καν ποδόσφαιρο δεν παρακολουθούσα. Διάβαζα στη σκιά επιστημονική φαντασία, άκουγα από κασέτες Πινκ Φλόιντ και Κόκνεϊ Ρέμπελ –το συγκρότημα που μου ‘χε συστήσει ο μπαμπάς μου πριν πεθάνει -, έγραφα ποιήματα για ένα κορίτσι που το ‘χα δει μια μόλις φορά. «Δεν μας καταδέχεσαι εσύ;» με ρώτησε προκλητικά. Ντράπηκα. Με περιφρόνησε. Μαζί του σύσσωμη η πιτσιρικαρία του ξενοδοχείου.

Οταν συνειδητοποίησα πως είχα απομονωθεί από όλους, ήταν αργά. Ολοι εκεί πέρα με θεωρούσαν απροσάρμοστο, βλαμμένο, ίσως ακόμα και «αδελφή», λέξη πολύ της μόδας τότε.

Από το μπούλινγκ μεταξύ παιδιών, αφάνταστα πιο ύπουλο και επώδυνο είναι το μπούλινγκ που μπορεί να σου ασκήσει κάποιος μεγάλος. Με είχε ανακηρύξει ο Θεοφάνης παράδειγμα προς αποφυγήν –«προσέξτε μην καταντήσετε σαν κι αυτόν» προειδοποιούσε τους υπόλοιπους. Οχι με λέξεις. Ενα βλέμμα αρκούσε. Τη μάνα μου μονάχα πήρε ιδιαιτέρως και ευθαρσώς της ανακοίνωσε ότι ανησυχεί σοβαρά για μένα, πως κινδυνεύω να λοξοδρομήσω εάν ο ίδιος –με την άδειά της –δεν με συνεφέρει με το καλό. Ή με το άγριο. Την επομένη τα μαζέψαμε και φύγαμε από το ξενοδοχείο.

Θα μπορούσα, προχθές στην Πανεπιστημίου, να του τα θυμίσω όλα αυτά. Το καλοκαίρι που μου κατέστρεψε. Την άγουρη αυτοπεποίθηση που απείλησε οριστικά να μου κλονίσει.

Θα μπορούσα, αντιθέτως, να τον ευχαριστήσω διότι μου δίδαξε εγκαίρως τι εστί έλλην μαλάκας.

Δεν έκανα τίποτα από τα δύο. «Ολοι καλά στο σπίτι;» τον ρώτησα. Και πριν ακούσω την απάντηση, συνέχισα τη βόλτα μου.