Χωρίς τη δική της θέληση συμμετείχε σε ένα από τα απόλυτα διλήμματα των ελληνικών high sixties, όταν η αθηναϊκή σοουμπίζ ζούσε (για τελευταία ίσως φορά) τη δική της μυθολογία. Ζωή Λάσκαρη ή Αλίκη Βουγιουκλάκη; Ακόμη και αν επρόκειτο, μεταξύ μας, για ψευτοδίλημμα, τροφοδότησε για γενιές την ελληνική βιοτεχνία του θεάματος προσδίδοντας την απαραίτητη παιγνιώδη διάθεση στη σφαίρα του φαντασιακού. Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, που η διελκυστίνδα μεταξύ δύο ισότιμων αντιζήλων ίσχυε και για άλλα διλήμματα της εποχής: Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης; Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις; Και, γιατί όχι, Μπιτλς ή Ρόλινγκ Στόουνς;

Η ανηφορική πορεία της ηθοποιού, που υπέκυψε χθες έπειτα από έμφραγμα του μυοκαρδίου, θα ξεκινούσε με έναν «Κατήφορο». Την ταινία, δηλαδή, του 1961 στην οποία ο συντοπίτης της Θεσσαλονικιός Γιάννης Δαλιανίδης τής δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ρέα, την οποία υποδύεται, έρχεται για να μείνει στη φορτισμένη φαντασία των θεατών, οι οποίοι «ανταμείβουν» την κινηματογραφική αποτύπωση μιας παρέας έκλυτων νεαρών με 161.133 εισιτήρια στα σινεμά α’ προβολής σε Αθήνα και Πειραιά.

Από ένα γύρισμα της συγκυρίας, τον ρόλο –δίπλα στους Νίκο Κούρκουλο και Βαγγέλη Βουλγαρίδη –έχει απορρίψει η ίδια η Αλίκη δίνοντας την ευκαιρία στη Λάσκαρη να κατοχυρώσει τη δική της παρουσία στο βασίλειο των σταρ. Υστερα από την ταινία η ηθοποιός προσλαμβάνεται στην εταιρεία του δαιμόνιου Φίνου με μηνιαίο μισθό (η μόνη ηθοποιός που δεν θα σπάσει το συμβόλαιο με την ίδια εταιρεία παραγωγής) και γίνεται αυτό που είναι: η ενσάρκωση του σεξ απίλ που δεν «φωνάζει», η απάντηση στην αθώα σεξουαλικότητα άλλων ηθοποιών που δεν μπορεί να υπερβεί το απόλυτο ταμπού του οικογενειακού θεάματος: το σεξ.

Παρά το στυλιζάρισμα όμως και την τυποποίηση που απαιτούν οι κανόνες του κινηματογράφου, η «Ζωίτσα» θα αποδειχθεί ηθοποιός με πολλαπλές ιδιότητες στην προσπάθειά της να επιβιώσει καλλιτεχνικά. Δεν είναι μόνο η πρώην Σταρ Ελλάς του 1959, όταν ως Ζωή Κουρούκλη (συνεπώνυμη της ξαδέλφης της) κερδίζει τον τίτλο στη «φαντασμαγορικήν χοροεσπερίδα εις τα Aστέρια της Γλυφάδας… με το ψευδώνυμον «Aμαρυλλίς» (αριθμός 12), υπό τας επευφημίας του πλήθους που είχε κατακλύσει το κέντρον», σύμφωνα με τη διοργανώτρια των καλλιστείων «Απογευματινή». Δεν είναι μόνο η Στεφανία της ομότιτλης ταινίας του 1967, όπου ιντριγκάρει το ενδιαφέρον των οικογενειαρχών της εποχής ως ευκατάστατη κοπέλα που καταλήγει στο αναμορφωτήριο εξαιτίας της διεφθαρμένης ζωής της. Είναι και η εξωστρεφής πρωταγωνίστρια του Δαλιανίδη σε μουσικές κωμωδίες, όπως το «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Κορίτσια για φίλημα» (1964), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μαριχουάνα στοπ» (1971). Από την τελευταία ταινία το χορευτικό της ντουέτο με τον Τόλη Βοσκόπουλο, στο τραγούδι «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», θα περάσει στις σκηνές ανθολογίας του έγχρωμου κινηματογράφου (γκρι κοστούμι για τον Τόλη, πράσινη σατέν μπλούζα για τη Λάσκαρη πάνω στο τραπέζι), λίγο πριν η σχέση τους περάσει στις σελίδες του περιοδικού glossy Τύπου. Και σε μια κίνηση που φτάνει στα όρια του αυτοσαρκασμού είναι και η πρώτη διάσημη Ελληνίδα που θα «δώσει» γυμνό εξώφυλλο στο περιοδικό «Playboy» –τον Οκτώβριο του 1985, φωτογραφισμένη δίπλα στα λιοντάρια της Δήλου.

Ηθοποιός οπλισμένη με τη στόφα που μπορεί να γεννήσει δύο και τρεις καριέρες, η Λάσκαρη θα αργήσει να πατήσει στο θεατρικό σανίδι (το 1966 στην Κύπρο με το «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη και το 1970 στην Αθήνα με το «Μαριχουάνα στοπ» του Δαλιανίδη), για να διεκδικήσει και εκεί το δικό της μερίδιο, ειδικά από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος οδηγείται στη δύση του. Το 1990 ο σπουδαίος Μίνως Βολανάκης τη σκηνοθετεί στη μεγάλη θεατρική επιτυχία «Καινούργια σελίδα» του Νιλ Σάιμον και το 1994 ο Ανδρέας Βουτσινάς στο «Ορφέας στον Αδη» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Aκολουθούν παραστάσεις, όπως «Τρελοί για έρωτα» του Σαμ Σέπαρντ (1995) και «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Αλμπι (1996), πάλι σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ. Την ίδια χρονιά θα υποδυθεί την Ελένη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, παίζοντας για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.

Ο Αλμπι θα αποδειχθεί ο θεατρικός συγγραφέας που ταιριάζει στις προσωπικές αναζητήσεις της επί σκηνής. Το 1996 θα πρωταγωνιστήσει στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του συγγραφέα, μαζί με τις Ελένη Χατζηαργύρη και Κατερίνα Μαραγκού, σε σκηνοθεσία και πάλι Ανδρέα Βουτσινά, για να ακολουθήσουν οι «Σκηνές γάμου» (2000, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας) και η «Ευαίσθητη ισορροπία» (2003), σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου.

To 2003 είναι και η χρονιά κατά την οποία ιδρύει τη δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο Αθηναΐδα. Το 2005 ανεβάζει το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, ενώ ακολουθεί, για δύο θεατρικές σεζόν, το έργο «Αλμα Μάλερ» του Ρον Χαρτ, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Τις σεζόν 2011-2013 ανεβάζει το έργο του Μάρτιν Σέρμαν «Ρόουζ» σε σκηνοθεσία του Ρώσου Αντολφ Σαπίρο και το «Ωραία χρόνια» (2013) του Xάρολντ Πίντερ (η μετάφραση του τίτλου ανήκει στον Σταμάτη Φασουλή).

Η Ζωή Λάσκαρη ήταν παντρεμένη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο από το 1976 και έχουν μία κόρη, τη Μαρία-Ελένη. Από προηγούμενο γάμο της με τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο απέκτησε άλλη μία κόρη, τη Μάρθα (που είχε παντρευτεί τον Βλάση Μπονάτσο).