Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα μια «κοινότητα αξιών». Ετσι ορίζεται από τις συνθήκες αλλά και από την κουλτούρα υποβάθρου που τη στηρίζει –των δημοκρατικών αξιών, των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, της διαφορετικότητας, ανοιχτότητας (openness), ανεκτικότητας, πλουραλισμού. Χωρίς τις αξίες αυτές δεν υπάρχει. Και δεν έχει νόημα να υπάρχει. Ολα τα άλλα, πολιτικές, νόμισμα, θεσμοί, σχέσεις υπάρχουν για να υπηρετούν τελικά αυτές τις αξίες. Το ίδιο ισχύει και για τα προγράμματα διάσωσης (Μνημόνια κ.λπ.) μιας χώρας, μέτρα και δράσεις επίβλεψης και εποπτείας. Στοχεύουν στη «διάσωση» της χώρας-μέλους, στη δημοσιονομική της εξυγίανση, στον οικονομικό της εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη, αλλά ως χώρας δημοκρατικής που συμμετέχει και μπορεί να συμμετέχει σταθερά στην «κοινότητα αξιών» με την κανονικότητα που ορίζει το ίδιο το θεσμικό – νομικό σύστημα.

Στη σημερινή πραγματικότητα δύο χώρες-μέλη, Πολωνία και Ουγγαρία, έχουν ξεπεράσει εμφανώς κάθε εύλογο όριο στην παραβίαση των δημοκρατικών αξιακών παραμέτρων της ΕΕ. Η τελευταία ενεργοποίησε, αν και με βραδύτητα, κάποιες διαδικασίες για την αποκατάσταση της αξιακής τάξης (χωρίς ομολογουμένως ορατά αποτελέσματα). Αλλά πάντως αυτές οι χώρες-μέλη δεν επαινούνται στον δημόσιο λόγο της ΕΕ για τα κατορθώματά τους. Επικρίνονται δημοσίως. «Ονομάζονται και ξεμπροστιάζονται» τουλάχιστον (naming and shaming).

Και ερχόμαστε στην περίπτωση «Ελλάδα», η οποία σύμφωνα με έγκυρα συγκριτικά στοιχεία είναι σήμερα ανάμεσα στις τρεις χειρότερες χώρες-μέλη της ΕΕ όσον αφορά την προσήλωση στο κράτος δικαίου. Με άριστα το 10, μόλις παίρνει 6! Οι άλλες δύο είναι η Ουγγαρία και Βουλγαρία. Χώρες όπως η Ρουμανία, η Σλοβενία, ακόμη και η Πολωνία εμφανίζονται σε καλύτερη θέση. Και εδώ παρατηρείται η μεγάλη, η κραυγαλέα αντίφαση ή και υποκρισία από πλευράς ΕΕ. Ποικιλώνυμοι αξιωματούχοι της εκφράζονται, δημοσίως τουλάχιστον γιατί ιδιωτικώς άλλα λένε –αλλά από πολιτική άποψη ο δημόσιος λόγος έχει τη σημασία –με ιδιαίτερα επαινετικούς τόνους για την ελληνική κυβέρνηση και την ικανότητά της «να περνά», έστω και με καθυστερήσεις, μνημονιακές μεταρρυθμίσεις με σχεδόν μηδενική κοινωνική αντίδραση». Πράγματι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ αποδείχθηκε ιδιαίτερα πρόθυμη και αποτελεσματική στην υιοθέτηση των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων χωρίς ιδιαίτερα έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, παρά το ιδιαίτερα υψηλό κοινωνικό κόστος. Και βεβαίως το κίνητρο γι’ αυτή τη συμπεριφορά είναι εμφανώς η παραμονή στην εξουσία. Αλλά ακριβώς για τον ίδιο λόγο βυθίζει τη χώρα σε βαθιά παρακμιακή λογική και πολιτική οπισθοδρόμηση με αλλοίωση σημαντικών στοιχείων της δημοκρατικής τάξης, του κράτους δικαίου και με πολλαπλασιασμό των συμπτωμάτων του «αποτυχημένου κράτους» (failed state). Οι ανοιχτές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, «οι θεσμοί-εμπόδιο», ο εθνολαϊκισμός, η αντιμεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση, η συνεχώς εντεινόμενη παρουσία της Εκκλησίας σε θέματα Παιδείας (διδασκαλία Θρησκευτικών κ.λπ.) και πολιτικής με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης, η κομματική, πελατειακή στελέχωση της Διοίκησης, τα διάφορα άβατα, ο εμπαθής, χυδαίος λόγος και σειρά άλλων τοξικών, αντιαισθητικών εκδηλώσεων πιστοποιούν ότι η Ελλάδα μπορεί να εφαρμόζει μεν τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, απομακρύνεται όμως από το δημοκρατικό αξιακό περιεχόμενο, την κουλτούρα και την αισθητική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κι όμως για όλα αυτά η Ευρωπαϊκή Ενωση σιωπά πλήρως. Κωφεύει. Ούτε naming ούτε shaming. Αντίθετα ο Πιερ Μοσκοβισί, π.χ., ξεπλένει ακόμη και τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Ετσι, εύλογα αρχίζει κάποιος να ανησυχεί μήπως παράλληλα με όλες τις άλλες ποικιλόμορφες διαιρέσεις, μια νέα και δυνητικώς περισσότερο επικίνδυνη πολιτική διαίρεση κυοφορείται μέσα στην ΕΕ: αυτή ανάμεσα σε έναν πυρήνα με ώριμες και υποδειγματικές δημοκρατίες και σε αυτές τις λιγότερο δημοκρατικές χώρες, οι οποίες όμως γίνονται –αμήχανα, σε ορισμένες περιπτώσεις –ανεκτές στο σύστημα της ΕΕ αλλά και στην περιφέρειά της (π.χ. Βαλκάνια, Τουρκία) ως «σταθεροκρατίες» (stabilocracies), όπως έχουν ονομαστεί καθώς –υποτίθεται –εξασφαλίζουν κάποιας μορφής σταθερότητα, οικονομική ή πολιτική. Είναι η διαίρεση που πρέπει με κάθε τρόπο να αποτραπεί για να μην τραυματιστεί καίρια η ίδια η ταυτότητα της ΕΕ.