Εγείρει απορίες και οργή σαν βλέπεις, όταν σπανίως φθάνουν εικόνες από τη μακρινή Πιονγκγιάνγκ, τους υποταγμένους Βορειοκορεάτες να κοιτάζουν στα μάτια τον ηγέτη τους και να κλαίνε. Ο υπερφίαλος και αλαζόνας Κιμ Γιονγκ Ουν τούς έχει υποχείρια, κρατώντας το νήμα της ζωής στα χέρια του, κι εκείνοι οι τάλαινες αγωνιούν για το αν ξαναδούν τον ήλιο να σηκώνεται πάνω από τα βουνά τους. Λογική η οσφυοκαμψία και η συγκίνησή τους που τυλίγει οργή άπλετη σαν περνά ο καταγέλαστος δυνάστης. Τη ζωή και τις ζωές των παιδιών τους εξουσιάζει ο κληρονομικός άρχων!

Αυτά στη Βόρεια Κορέα.

Στην κοιτίδα του πολιτισμού όμως, στον λαμπρό ελληνικό αθλητισμό είναι λογικό να συμβαίνουν ανάλογα περιστατικά;

Οταν ο εμπαιγμός και ο ακραίος οπαδισμός είναι αειθαλείς, τότε η μνήμη και η ευθιξία γίνονται φυλλοβόλες!

Είναι πάνω από μήνας που ο μονάρχης του μπασκετικού Παναθηναϊκού υποχρέωσε παίκτες και προπονητή να επιστρέψουν οδικώς από την Κωνσταντινούπολη, τιμωρώντας τους έτσι για την ήττα από τον (μισητό εχθρό;) Ομπράντοβιτς. Κι αυτοί (όχι όλοι ευτυχώς) υπάκουσαν σαν τα δαρμένα σκυλιά που αγωνιούν για ένα χάδι του σκληρού αφέντη τους και εκλιπαρούν με το βλέμμα τους για μια χούφτα ξηρή τροφή.

Και ανάμεσά τους ακολούθησε το κοπάδι και ο εκ Μπαρτσελόνας προερχόμενος προπονητής Τσάβι Πασκουάλ.

Και όλοι τότε, μηδέ του υπογράφοντος εξαιρουμένου, με τον εκρηκτικό πρόεδρο τα έβαλαν και με τις ακραίες έως γραφικές αντιδράσεις του.

Ομως έρχεται κάποτε ο χρόνος και οι εξελίξεις του σαν μπόρες και σε χαστουκίζουν και σε σωριάζουν στην πολυθρόνα σου και σε υποχρεώνουν να αναθεωρήσεις ό,τι είχες σκεφτεί και γράψει, και αβασάνιστα υπογράψει.

Και στο τέλος καταλήγεις: Θεέ μου, τι δεν μας περιμένει ακόμα;

Οι παίκτες και ο προπονητής που ταπεινώθηκαν, που εξευτελίστηκαν (παγκοσμίως, γιατί όχι), που ένιωσαν υπόχρεοι στον δυνάστη τους που δεν τους τιμώρησε να γυρίσουν πεζή από την Πόλη, κατέκτησαν (πανάξια) τον τίτλο του πρωταθλητή στην έδρα του Ολυμπιακού και πανηγύρισαν με εξαλλοσύνη και πάθος την επιτυχία. Κι εμείς, οι άλλοι, οι ψύχραιμοι παρατηρητές, οι φίλαθλοι, οι απλοί θιασώτες του υγιούς αθλητισμού, περιμέναμε μιαν απάντηση στον πρόεδρο από έναν έστω παίκτη. Από τον Τσάβι Πασκουάλ έστω, τον φέροντα την αύρα της προηγμένης αθλητικά χώρας του Θερβάντες. Εναν υπαινιγμό, μια κουβέντα έτσι στον αέρα να φτερουγίσει απαντέχαμε ματαίως· τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε!

Οι παίκτες, και ανάμεσά τους κι εκείνοι που απαξίωσαν τον πρόεδρο τότε και πήραν το πρώτο αεροπλάνο και γύρισαν στην Αθήνα, ευχαρίστησαν τον ηγέτη τους που τους πήγε στα μπουζούκια και καθύβρισαν σκαιά και ανάρμοστα τον αντίπαλο που νίκησαν, σκαιά και ανάρμοστα παίκτες που πλάθουν παιδικές ψυχές, που εισβάλλουν στα όνειρα των μικρών που θέλουν κάποτε να τους μοιάσουν.

Ουδείς είπε: πρόεδρε, ο τίτλος αφιερωμένος σ’ εκείνο το ταξίδι – χαστούκι που μας έδωσες.

Ουδείς φώναξε: κύριε Γιαννακόπουλε, σου χάρισα τον τίτλο στο Φάληρο, αλλά τώρα φεύγω γιατί κάποτε με ταπείνωσες και τώρα σειρά μου να σου «απαντήσω».

Ολοι σιώπησαν μετρώντας το επόμενο συμβόλαιό τους, αγωνιώντας αν θα προλάβουν το καράβι για τη Μύκονο.

Α, όχι όλοι. Ο Ρίβερς το θυμήθηκε το πούλμαν και δήλωσε φιλοσοφημένα: το πούλμαν μάς έδεσε! Και ο Μπουρούσης το θεώρησε μια «εμπειρία»!

Και τα έσπασαν όλοι μαζί στα μπουζούκια όπως αρμόζει σε μια επιτυχημένη ελληνική ομάδα· κάποιοι άρπαξαν το μικρόφωνο και παράφωνα αφιέρωσαν τραγούδια στον πρόεδρό τους και όλοι μαζί απέδειξαν ότι δεν άξιζαν τότε να γυρίσουν με το αεροπλάνο!

Χυδαιολόγησαν εναντίον του ηττημένου αντιπάλου ωσάν ακραίοι οπαδοί, αγκάλιασαν αυτόν που δίχως αιδώ τούς ταπείνωσε λίγες εβδομάδες πριν, τον ευχαρίστησαν που τους πληρώνει και γύρισαν να κοιμηθούν ήσυχοι κι ευτυχισμένοι στα σπίτια τους κομπάζοντας στην οικογένειά τους ότι «νίκησαν».

Στις θυρίδες των προσωπικών τραπεζών της ψυχής τους η ευαισθησία δεν μπορεί να χωρέσει γιατί όλο και κάποια ευρώ θα πρέπει να μείνουν έξω. Η τιμή και το χρήμα δεν περπατούν πλάι.

Στην επόμενη ήττα, με φουσκωτή βάρκα λοιπόν! Θα είναι κι αυτό μια εμπειρία…