Ανήκω στη «Σχολή του Μάντσεστερ», στη μεγάλη ομάδα Ελλήνων δηλαδή που σπούδασαν ή δίδαξαν στο περίφημο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Γνωρίζω επομένως την πόλη. Είναι μια μεγάλη πόλη που όμως δεν έχει τόσο τα χαρακτηριστικά της απρόσωπης, χαοτικής μεγαλούπολης, των ανύπαρκτων ή ρευστών ανθρώπινων σχέσεων. Είναι μια πόλη με ζωηρά ανθρώπινο πρόσωπο, με έντονα τα στοιχεία μιας ζεστής κοινότητας. Μια πόλη με μεγάλη πολιτιστική παράδοση, η πόλη στα κλωστήρια της οποίας ο Φρίντριχ Ενγκελς ανακάλυψε τον «ιστορικό ρόλο» της εργατικής τάξης, την πόλη από όπου ξεκίνησε η εφημερίδα «Guardian» ως «Manchester Guardian» (ο «Μαγχεστριανός Φύλαξ» όπως γραφόταν παλαιότερα στην Ελλάδα), η πόλη με την περίφημη ορχήστρα Halle που για χρόνια διηύθυνε ο μεγάλος σερ Τζον Μπαρμπιρόλι με τις περίφημες ηχογραφήσεις, μεταξύ άλλων, των έργων του Μότσαρτ και του Ελγκαρ. Και βεβαίως, η πόλη με τη μεγάλη ποδοσφαιρική παράδοση αλλά και την ξεχωριστή πολιτική ταυτότητα, ως προπύργιο του Εργατικού Κόμματος. Μόλις πρόσφατα εξέλεξε δήμαρχο τον υποψήφιο του κόμματος Αντι Μπέρνχαμ με 63,41%, ποσοστό συναρπαστικό για το Εργατικό Κόμμα που γενικώς φαίνεται να καταρρέει εκλογικά. Μια πόλη που όταν περάσεις από εκεί την αγαπάς, συνδέεσαι μαζί της ουσιαστικά. Δεν την ερωτεύεσαι όπως ίσως κάποια άλλη μεγαλούπολη, αλλά σου επιτρέπει να ταυτιστείς μαζί της διαχρονικά.

Γι’ αυτό και η τόσο τραγικά απάνθρωπη τρομοκρατική επίθεση με είκοσι δύο νεκρά παιδιά (το νεότερο μόλις οκτώ ετών) προκαλεί απέραντο πόνο και βαθύ αποτροπιασμό. Πώς είναι δυνατόν ένας νέος άνθρωπος μόλις είκοσι δύο ετών, γέννημα θρέμμα της πόλης να σκορπά τον θάνατο, μαζί και ο δικός του, με τόση άνεση. Ολες οι τρομοκρατικές επιθέσεις είναι απάνθρωπες και απεχθείς. Αλλά η επίθεση του Μάντσεστερ με στόχο και θύματα μικρά παιδιά και εφήβους την ώρα ακριβώς που «βίωναν τη ζωή» σε ένα κοντσέρτο είναι διανοητικά τόσο ασύλληπτη, τόσο ακατανόητη, τόσο απελπιστικά παράλογη όσο και ο ίδιος ο θάνατος. Γι’ αυτό και πέρα από την οργή, στέκεσαι περισσότερο στα αμείλικτα ερωτήματα. Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν νέο, εικοσάρη, στο να αφαιρέσει τη ζωή είκοσι δύο νέων ανθρώπων και μαζί τη δική του; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Και δεν πρέπει να δοθούν εύκολες απαντήσεις. Γνωρίζουμε αρκετά σήμερα για το Ισλαμικό Κράτος (ISIS). (Το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Καρατράντου «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω» από τις εκδόσεις Επίκεντρο είναι ίσως η καλύτερη μελέτη στην ελληνική γλώσσα). Γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τους σκοτεινούς διαδρόμους που οδηγούν στη ριζοσπαστικοποίηση νέων ανθρώπων που έχουν γεννηθεί στα δυτικά κράτη, που ζουν δηλαδή στο περιβάλλον των αξιών της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του ορθολογισμού, αλλά μάλλον γνωρίζουμε ελάχιστα για τη «γοητεία του θανάτου» από την οποία καταλαμβάνονται ορισμένοι νέοι άνθρωποι. Η περίφημη φράση που αποδίδεται στον Οσάμα μπιν Λάντεν «Εμείς αγαπάμε τον θάνατο, εσείς αγαπάτε τη ζωή» αναφέρεται πολλές φορές ως ερμηνεία. Μάλλον όμως δεν ερμηνεύει και πολλά. Το ερώτημα είναι γιατί κάποιος φτάνει στο σημείο «να αγαπά τον θάνατο». Ο Ολίβιερ Ρόι στο βιβλίο του «Η Τζιχάντ και ο Θάνατος» (εκδόσεις Πόλις) επιχειρεί πιο συστηματική προσέγγιση με κύρια θέση ότι η βίαιη ριζοσπαστικοποίηση δεν αποτελεί συνέπεια της θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης αλλά μάλλον το αντίθετο: η ισλαμοποίηση της ριζοσπαστικοποίησης!

Αλλά και πάλι παραμένει ένα τεράστιο κενό, ένα πελώριο ερώτημα. Πού οφείλεται η ανάδειξη της μηδενιστικής κουλτούρας που λατρεύει τον θάνατο στις δυτικές κοινωνίες; Ο Καρατράντος γράφει ότι για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της τρομοκρατίας πρέπει να χρησιμοποιήσουμε «τα εργαλεία της πολιτικής επιστήμης, των διεθνών σχέσεων και των σπουδών ασφαλείας». Να τα χρησιμοποιήσουμε. Αλλά φοβάμαι ότι δεν φτάνει. Χρειάζεται να μελετήσουμε βαθύτερα την ψυχολογία του θανάτου.

Γράφω καθώς ακούω in memoriam, από την ορχήστρα Halle, το τελευταίο μέρος (adagio) της Ενάτης Συμφωνίας του Μάλερ –μέρος για το οποίο ο Μάλερ έγραψε στο περιθώριο «αργά, πολύ αργά όπως ο θάνατος».