Ιδιαίτερο πράγμα οι παραστασιακές διαλέξεις. Συνδυάζουν τον δοκιμιακό με τον προσωπικό λόγο, τη δημιουργική γραφή με την περφόρμανς, τις προβολές βίντεο ή τις ερμηνείες ρόλων με τις ακαδημαϊκές αναλύσεις. Στόχος τους, να υπογραμμίσουν τη σχέση μεταξύ της τέχνης και της γνώσης ή της έρευνας. Ας μη γενικεύουμε όμως άλλο: την περασμένη Τετάρτη, στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη, ο Μάριος Χατζηπροκοπίου, υποψήφιος διδάκτορας Σπουδών Επιτέλεσης στο Πανεπιστήμιο του Aberystwyth, παρουσίασε μια τέτοια με τίτλο «Μύρης: Μια παραστασιακή διάλεξη για τον θρήνο και τη φιλία» στο πλαίσιο του δίμηνου αφιερώματος στον Καβάφη από το Ιδρυμα Ωνάση. Από τον τίτλο της κιόλας, το αντικείμενό της και οι επεκτάσεις υπονοούνταν σχεδόν ολοκάθαρα: τα ποιήματα «Μύρης· Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.» και «Εν τω μηνί Αθύρ» του Κωνσταντίνου Καβάφη εξακτινώνονταν μέχρι τη δεκαετία του 1980 και τα θύματα του HIV, την Ντιαμάντα Γκαλάς και τα ακτιβιστικά έργα της υπέρ τους, αλλά και τον θρήνο στα δημοτικά τραγούδια, πραγματικά ή φανταστικά. Με ένα τέτοιο ξεκίνησε κι ο Χατζηπροκοπίου, απαγγέλλοντας την παραλογή που «εντόπισε» ο ετερώνυμός του Νικηφόρος Ερράντες με τίτλο «Των Λυγερών» και με στίχους όπως τον παρακάτω: «Αντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό ή νεράιδα, για μένα είσαι ο Αντρειωμένος μου και σου χρωστώ τον κόσμο».

Ηταν ένα δημοτικό τραγούδι για τη σχέση δύο γυναικών που αποκαλύφθηκε με τον θάνατο της μίας, προκαλώντας γενική αποστροφή: «χουγιάζουν οι γειτόνισσες, προφταίνουν τα μαντάτα, κράζουν και φτάνει ο Παπάς: –Τούτη δεν τη ‘βλογάω» έλεγε ένας στίχος. Τα ερωτήματα που τέθηκαν κατόπιν από τον Χατζηπροκοπίου σαν να αντήχησαν στο ιστορικό νεοκλασικό με τα θεολογικά κι επιστημονικά συγγράμματα: ποιοι μπορούν να θρηνήσουν, για ποιους; Μπορεί ένας διαφυλικός να θρηνήσει σε δεκαπεντασύλλαβο; Πώς ζει κανείς με την ιδέα ότι η απώλειά του δεν είναι απώλεια; Ας πάρουμε για παράδειγμα τον καβαφικό «Μύρη»: ο αφηγητής του ποιήματος, παρόλο που απέφευγε «των Χριστιανών τα σπίτια», αναγκάζεται να υποχωρήσει όταν ένας αγαπημένος του πεθαίνει. Οι συγγενείς τον βλέπουν με δυσαρέσκεια, κάτι γριές μνημονεύουν την πίστη του νεκρού, μέχρι που εκείνος πετάγεται έξω από το σπίτι, «πριν αλλοιωθεί απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη». «Θρηνεί την αδυναμία του να θρηνήσει» ήταν η παρατήρηση του Χατζηπροκοπίου, πριν περάσει στο έτερο καφαβικό ποίημα της βραδιάς, το «Εν τω μηνί Αθύρ»: τα γράμματα των παρενθέσεών του, της δυσανάγνωστης επιτύμβιας επιγραφής που στο ποίημα κατευοδώνει έναν άλλο αγαπημένο νεκρό, τον Λεύκιο, διαβάστηκαν με όση αισθαντικότητα απαιτεί ένα τεκμήριο απώλειας.

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ AIDS. Μεγάλο άλμα προς τα μπρος, στις ΗΠΑ του 1980 και 1990: οι κυβερνήσεις του Ρόναλντ Ρίγκαν και του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου αρνήθηκαν να λάβουν μέτρα για τα θύματα του HIV. Τον Οκτώβριο του 1992, η οργάνωση Act Up πραγματοποίησε διαμαρτυρία έξω από τον Λευκό Οίκο με σύνθημα «φέρε το πένθος σου και την οργή σου για το ΑIDS». Στο βίντεο που πρόβαλε ο Χατζηπροκοπίου, οι διαδηλωτές κουβαλούσαν τεφροδόχους, αδειάζοντάς τες μέσα από τα κάγκελα στο προαύλιο της προεδρικής κατοικίας. Ενας άνδρας αποχωριζόταν τις στάχτες τού αγαπημένου του φωνάζοντας «I love you Mike». Στα ονόματα των νεκρών βρισκόταν κι εκείνο του Ντιμίτρι Γκαλάς, αδερφού της Ντιαμάντα Γκαλάς, ο οποίος είχε πεθάνει από επιπλοκές του ιού το 1986. Η αδερφή του, επηρεασμένη κατά δήλωσή της από τον δημόσιο θρήνο όπως εκφράζεται στα μανιάτικα μοιρολόγια, είχε ήδη εντείνει τα καλλιτεχνικά της εγχειρήματα υπέρ των θυμάτων –χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζωντανό άλμπουμ «Plague Mass» του 1991. Την ίδια χρονιά το παρουσίασε στον Λυκαβηττό, ενώ λίγο αργότερα, το 1995, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ανέβασε το «Ενός λεπτού σιγή», βασισμένο στα «Τραγούδια της αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι και στο «Requiem για το τέλος του έρωτα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Είναι το πρώτο ίσως σκηνικό έργο για το AIDS στην Ελλάδα, είπε ο Χατζηπροκοπίου. Και παραπέμπει στον σκηνοθέτη Αλέξη Μπίστικα, που κάποτε έλεγε: «Μου έχει στερήσει πολλά αυτή η αρρώστια, αλλά δεν μου έχει στερήσει τους φίλους μου».

Πώς συνδέονται όλα αυτά; Μια πρώτη απάντηση ίσως προέκυψε από την Α’ Επιστολή Προς Κορινθίους: «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» ακούστηκε να λέει ο Χατζηπροκοπίου ανεβασμένος σε έναν άμβωνα. Λίγο νωρίτερα είχε αναρωτηθεί «πώς μπορούν οι μειονοτικοί πόθοι και πόνοι να εκφραστούν σε γλώσσες κυρίαρχες», επιστρέφοντας σε εκείνη τη μισοσβησμένη επιτύμβια επιγραφή από το «Εν τω μηνί Αθύρ». Τούτη η απάντηση ήταν μάλλον ακόμα δυσκολότερη, ακόμα και στο πλαίσιο μιας κατασκευής με δομικά υλικά τον Καβάφη, την Ντιαμάντα Γκαλάς, τις επισημάνσεις της Μάργκαρετ Αλεξίου ότι τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι οιμωγές θεωρούνταν ειδωλολατρικά κατάλοιπα (γι’ αυτό και αποφεύγονταν από τους πρώτους χριστιανούς), τις μελέτες του Τζον Μπόσγουελ για τις ομοερωτικές σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα, την Act Up, τα έργα των Παπαϊωάννου και Κουμεντάκη. Πόσω μάλλον αν κάπου εκεί διαβάζονταν και αφηγήσεις ανθρώπων που ήξεραν τα περί Καβάφη πράγματα και που επέμεναν ότι «δεν παρέλειπε να κάνει τον σταυρό του» ή τόνιζαν ότι «πολλοί συμπεραίνουν από τα ηδονικά του ποιήματα ότι η ανωμαλία του τον ακολούθησε ώς το τέλος της ζωής του». Ας είναι. Οπως έλεγε άλλωστε σε ένα ποίημά του ο Νικηφόρος Ερράντες, «το μονοπώλιο του γάλακτος δεν καταδέχεται φαιές ουσίες».