Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (που έως τον Μιτεράν είχε τον ιστορικό τίτλο Σοσιαλιστικό Κόμμα SFIO, δηλαδή Γαλλικό Τμήμα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς) επέζησε μετά την ιστορική διάσπαση του 1920 στο Συνέδριο της Τουρ (Κεντρική Γαλλία), όταν η πλειοψηφία δέχτηκε τους όρους της ελεγχόμενης από τη Μόσχα Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά η μειοψηφία, που έχασε ακόμα και την ιστορική εφημερίδα του Ζαν Ζορές, την «Ουμανιτέ», αρνήθηκε να υποταγεί με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ξανά ένα στιβαρό Σοσιαλιστικό Κόμμα εναντίον του νεοπαγούς ΚΚ.

Αυτό το Σοσιαλιστικό Κόμμα με ηγέτη πάντα τον Λεόν Μπλουμ, που έγινε πρωθυπουργός το 1936, μπόρεσε πάντως σε συνεργασία με το ΚΚΓ και τους Ριζοσπάστες να οργανώσει ένα ισχυρό και αντιφασιστικού χαρακτήρα «λαϊκό μέτωπο» και να προχωρήσει σε ιστορικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, π.χ. με τον θεσμό των ετήσιων αδειών με πλήρεις αποδοχές, τον θεσμικό διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και την αύξηση των αποδοχών, οι οποίες είναι χαραγμένες με χρυσά γράμματα στη συλλογική μνήμη των γάλλων εργαζομένων με την ονομασία «Συμφωνίες της Γκρενέλ» –όπου έγιναν οι διαπραγματεύσεις –παρά τη μετέπειτα αποτυχία του πειράματος του Λαϊκού Μετώπου.

Το 1940, με την κατάρρευση της Γαλλίας, πολλοί Σοσιαλιστές στήριξαν τον στρατάρχη Πετέν, που συνθηκολόγησε με πρόσχημα τον ρεαλισμό και αίτιο την ηττοπάθειά τους. Πολλοί αλλά όχι όλοι.

Το νέο καθεστώς τόλμησε να δικάσει τον Λεόν Μπλουμ για εθνική αναξιότητα και τον παρέδωσε τελικά στους Ναζί. Μεγάλα στελέχη του κόμματος όπως ο Ντανιέλ Μεγέρ και ο Αντρέ Φιλίπ επέλεξαν την Αντίσταση και μέσα στην Αντίσταση ανασυγκρότησαν το κόμμα.

Που όμως, παρά τον μεγάλο του ρόλο στη δημοκρατική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας –συχνά σε σύγκρουση ακόμα και στους τόπους της δουλειάς με το τότε σταλινικό ΚΚΓ του Τορέζ και του Ντικλό –έχασε, έχοντας κυβερνητικές ευθύνες, ακόμα και την πρωθυπουργία με τον μαρξιστή στα λόγια και δεξιό στα έργα Γκι Μολέ, την ίδια την ηθική του υπόσταση πρώτα με τον πόλεμο της Ινδοκίνας (τότε ακόμη γαλλικής αποικίας) και μετά με τον βάρβαρο επίσης πόλεμο στην Αλγερία (δεκαετία του ’50).

Με την πλήρη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού αλλά και τη ριζική αλλαγή των θεσμών που επέφερε η 5η Δημοκρατία του στρατηγού Ντε Γκολ (1958) οξύνθηκε ακόμα περισσότερο η εσωτερική κρίση του ΣΚ. Εφυγαν επιφανή στελέχη του, ιδρύθηκε το αριστερών τάσεων Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα με γραμματέα σύντομα τον ταλαντούχο Μισέλ Ροκάρ, για να φτάσουμε σε προεδρικές εκλογές όπου ο με καλή φήμη Σοσιαλιστής υποψήφιος Γκαστόν Ντεφέρ, αντιστασιακός, δήμαρχος της Μασσαλίας, παρά την ενίσχυση που του πρόσφερε ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς της μεταπολεμικής Γαλλίας, ο Πιερ Μεντές-Φρανς, συγκέντρωσε ένα εξευτελιστικό 5% των ψήφων.

Ελάχιστα χρόνια αργότερα, η συνάντηση ενός πολύ αξιόλογου στελεχικού σοσιαλιστικού δυναμικού, μιας μεγάλης παράδοσης, του απόηχου του Μάη του ’68 και ενός όλο και πιο ισχυρού αιτήματος ενότητας όλων των τάσεων της προοδευτικής οικογένειας επέτρεψε σε έναν ιδιαίτερα χαρισματικό ηγέτη να πάρει στα χέρια του με το Συνέδριο του Επινέ το γαλλικό σοσιαλιστικό κίνημα, να προχωρήσει σε προγραμματική συμφωνία με το ΚΚΓ και τους Ριζοσπάστες και τελικά να κυριαρχήσει ο ίδιος ως πρόεδρος της Δημοκρατίας για δύο επταετίες, ακόμα και όταν οι Σοσιαλιστές έχασαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Εσωτερικές έριδες στην ευρύτερη Αριστερά οδήγησαν αργότερα στην ήττα, επί Σιράκ, του Σοσιαλιστή πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν με αποτέλεσμα στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2005, όπου ο Λεπέν πατέρας βρέθηκε δεύτερος, περίπου 80% των ψηφοφόρων να ψηφίσει στον δεύτερο γύρο τον δεξιό και μάλλον αποτυχημένο αλλά δημοκρατικό Σιράκ. Είναι ασφαλώς περιττό να σημειώσουμε ότι αυτό το δραματικό προηγούμενο παίζει πάντα μεγάλο ρόλο στη γαλλική εσωτερική πολιτική.

Η συνέχεια είναι ο Φρανσουά Ολάντ. Μέτριος λένε όσοι δεν τον γνωρίζουν καλά. Και όμως κατόρθωσε πρώτα να κερδίσει τις μεγάλες μάχες που του επέτρεψαν να βρεθεί στην ηγεσία (πρώτος γραμματέας) του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Να οδηγήσει το κόμμα του σε πολλές εκλογικές νίκες αλλά και να μην καταποντιστεί με την (άδικη) ήττα της παλαιάς συντρόφου του και μητέρας των παιδιών του Σεγκολέν Ρουαγιάλ που το κόμμα, κι ας την ανέδειξε δημοκρατικά, δεν τη βοήθησε και τόσο στις προεδρικές του 2007.

Το 2012 θεώρησε ότι ήρθε η σειρά του. Κι ας μην υπηρέτησε ποτέ ως υπουργός. Κατόρθωσε κάτι που πολλοί (οι αντίπαλοί του μέσα και έξω από το κόμμα) θεωρούσαν αδύνατο: να τον αποδεχτούν οι σύντροφοί του ως υποψήφιο και επιπλέον να κερδίσει την εκλογή του. Με ένα πρόγραμμα αρκετά αριστερό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Η σκληρή πραγματικότητα τον ανάγκασε να προσγειωθεί. Δεν δέχτηκαν η Ανγκελα Μέρκελ ούτε οι άλλοι Ευρωπαίοι δημοσιονομικά ανοίγματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας που θα επέτρεπαν πιο αποτελεσματική ανάπτυξη και λιγότερη λιτότητα –τα είπε άραγε αυτά στον Αλέξη Τσίπρα;

Δεν τον βοήθησε και η τύχη, αλλά φυσικά ας πρόσεχε. Του έλαχε με την αρχή της θητείας του να εγκαταστήσει στο Προεδρικό Μέγαρο Ελιζέ τη (από τρία χρόνια) σύντροφό του δημοσιογράφο Βαλερί Τριελβελέρ, η οποία αποδείχθηκε φιλόδοξη και απίστευτα εκδικητική μαινάδα, δεν του συγχώρησε έναν νέο δεσμό και έβγαλε ακόμα και βιβλίο εις βάρος του. Δεν τον βοήθησαν η τύχη ούτε οι επιλογές του με τα ΜΜΕ κι ας φέρθηκε άψογα με αυτά: επικοινωνιακά τον κατέστρεψαν.

Το κυριότερο, δεν τον βοήθησε η τύχη, αλλά δική του είναι η ευθύνη στις επιλογές πολλών πρωταγωνιστών. Εχρισε πρωθυπουργό τον Μανουέλ Βαλς γνωρίζοντας ότι είναι δεξιόστροφος και αυταρχικός, ενώ το κόμμα του και οι σύμμαχοί του τον μαύριζαν συστηματικά. Ανέδειξε από το πολιτικό μηδέν τον Εμανουέλ Μακρόν, που το σύνολο της Αριστεράς τον θεωρεί άνθρωπο τραπεζικού κεφαλαίου. Και αποδέχτηκε για ένα επίμαχο νομοσχέδιο που έθιγε εργασιακά δικαιώματα τη χρήση στην Εθνοσυνέλευση μιας ελάχιστα δημοκρατικής διαδικασίας.

Ολα αυτά οδήγησαν το κόμμα σε αδιέξοδο. Κυρίως που κανένας δεν αναγνώρισε στον πρόεδρο Ολάντ το προσωπικό κουράγιο και την πολιτική αποφασιστικότητα που έδειξε αντιμετωπίζοντας τα συστηματικά και μαζικά τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γαλλία (εκατοντάδες νεκροί), αλλά προφυλάσσοντας όσο ήταν δυνατό τη σημαντική μουσουλμανική κοινότητα της χώρας· ή με τις μεγάλες μάχες κατά των τζιχαντιστών στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική, που σημάδεψαν τη θητεία του. Ή έστω τον ρόλο του για να υπάρξει λύση για μας στο Eurogroup.

Ολα αυτά –δεν είναι τα μόνα –οδήγησαν τον Ολάντ στη δύσκολη απόφαση να μην επιδιώξει την επανεκλογή του, κι ας μειώθηκε η ανεργία, κι ας βελτιώθηκε η βιομηχανική παραγωγή. Προφανώς μέτρησε και τα κουκιά του συνόλου της Αριστεράς, δεδομένου ότι χωρίς αυτά και ένα τμήμα του Κέντρου νίκη της Αριστεράς αποκλείεται. Οπως το θέλει η ιστορία της παράταξης ο Μπενουά Αμόν, που τον επέλεξαν οι Σοσιαλιστές και πολλοί Οικολόγοι, άρχισε μια προσπάθεια επανασύνδεσης του κόμματός του με τις αριστερές ρίζες του –αλλά και τις ευρωπαϊκές. Ο ταλαντούχος λαϊκιστής Ζαν-Λικ Μελανσόν, προσπαθώντας να δημιουργήσει κίνημα χωρίς εξαρτήσεις τραγανίζει όσες ψήφους απομένουν στο ΚΚΓ, προσθέτοντας όσους παλαιούς αριστερούς φλέρταραν από απελπισία με τη Μαρίν Λεπέν.

Συμπέρασμα ; Η ιστορία της γαλλικής σοσιαλιστικής Αριστεράς δεν τελειώνει το 2017.