Εκατό ετών έγινε φέτος το Βραβείο Πούλιτζερ, το πλέον αναγνωρισμένο διεθνώς βραβείο δημοσιογραφίας που απονέμεται στις ΗΠΑ. Με την ανεξάρτητη επιτροπή που επιλέγει τους δημοσιογράφους για τα οκτώ (αργότερα έγιναν εννέα), ανά κατηγορία, βραβεία. Με το κληροδότημα του ουγγροαμερικανού δημοσιογράφου και εκδότη Τζόζεφ Πούλιτζερ, που με τη διαθήκη του σύστησε αυτό τον θεσμό, τα φετινά βραβεία ανακοινώθηκαν χθες.

Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη βαρύνουσα σημασία που δόθηκε φέτος στον ρόλο των μέσων ενημέρωσης για την προάσπιση της δημοκρατίας. Με τις ψευδείς ειδήσεις (fake news) να προσπαθούν να πάρουν το πάνω χέρι και τον πρόεδρο Τραμπ που βάλλει κατά των ΜΜΕ, τα βραβεία χτύπησαν φλέβα.

Κέρδισαν, μεταξύ άλλων, εκείνοι που αποκάλυψαν τις ψευδείς δηλώσεις για αγαθοεργίες και φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες του Ντόναλντ Τραμπ, που εναντιώθηκαν ηχηρά στην ανάρμοστη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, που αρθρογράφησαν κατά του τρόπο που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία του.

Είναι πράγματι ασύλληπτη η δύναμη της δημοσιογραφίας όταν γίνεται ελεύθερα και ουσιαστικά, όταν δεν υποκύπτει σε πολιτικές και πολιτικούς, όταν δεν παίρνει εντολές από πουθενά. Και το έχει αποδείξει πάμπολλες φορές με τις αποκαλύψεις της –όχι μόνο στις ΗΠΑ με τα Πούλιτζερ, αλλά και στην Ελλάδα με ό,τι διαθέτει.

Και είναι σημαντικό να επιβραβεύεται εκείνος που κρίνει και επικρίνει τους κυβερνώντες. Γιατί τους έχοντες και κατέχοντες εξουσία οφείλει να ελέγχει η απρόσκοπτη δημοσιογραφία. Και όχι να επιχειρείται η έμμεση φίμωσή της με μεθόδους και τερτίπια που μας υποτιμούν όλους. Η στοχοποίηση δημοσιογράφων που «δεν συμφωνούν με τις απόψεις μας» είναι μια μορφή λογοκρισίας. Η επιλογή συνομιλητή που «συμφωνεί μαζί μας», επίσης. Οι επιλογές και οι αποκλεισμοί, με τη σειρά τους, οδηγούν σε φασίζουσες νοοτροπίες.

Το παράδειγμα Τραμπ είναι ίσως το πιο κραυγαλέο, δεν είναι όμως και το μόνο: αν «για όλα φταίνε τα ΜΜΕ», όπως λέει, ευτυχώς υπάρχουν και τα Πούλιτζερ.