Καλοκαίρι του 1965, η δημοκρατική νεολαία διαδηλώνει καθημερινά στους δρόμους της Αθήνας ενάντια στις κυβερνήσεις των αποστατών και η Ελένη Βλάχου, εκδότρια της Καθημερινής, προβαίνει σε μια δήλωση που προκαλεί σάλο: «Η μόνη λύσις. Να κλείσει η Βουλή και ν’ ανοίξουν τα φλίππερς. Να ξαναγλυστρίσουν οι αρουραίοι της Ομονοίας και των Χαυτείων εις τις φωληές τους, στις στοές και τα υπόγεια, να βρουν τα παλαιά τους παιχνίδια, και ν’ αφήσουν τα καινούργια, τις »Δημοκρατίες» και τα »114»». Θαρρώ πως ήταν η πρώτη φορά που τα φλίπερ έκαναν την εμφάνισή τους στην πολιτική σκηνή με «πρωταγωνιστικό ρόλο» σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία, ως μια παράδοξη συνιστώσα της πολιτικοποίησης των νέων. Να το πούμε λίγο διαφορετικά: η συγκυρία των Ιουλιανών υπήρξε μία από τις πρώτες περιπτώσεις που κατέστη σαφές ότι μια λεπτή κόκκινη γραμμή συνέδεε τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων με τα φλίπερ και εν γένει την αμερικανικής προέλευσης κουλτούρα, έστω και αν ο στόχος της κραταιάς εκδότριας μάλλον ήταν να προβεί σε μια υποτιμητική σύνδεση του νεανικού ριζοσπαστισμού με ό,τι η ίδια υποδείκνυε ως «βαριεμάρα» και «ανία».

Παραδόξως, οι πιο συγκροτημένες προσεγγίσεις για τον φανταχτερό και άκρως ελκυστικό αμερικανικό πολιτισμό και την επιρροή του στη νεολαία πραγματοποιούνται τη δεκαετία του ’60 από τους συντηρητικούς αναλυτές. Για την επίσημη Αριστερά η λέξη «αμερικάνικος» και μόνο (και όχι «αμερικανικός», εδώ ο τόνος κάνει τη διαφορά) αποτελούσε πηγή καχυποψίας και αρκούσε για να στηρίξει βαρύγδουπες θεωρίες συνωμοσίας: η Αυγή κατακλύζεται σε όλη τη διάρκεια του ’50 και του ’60 από αναλύσεις για τον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό» που συνιστά η εξάπλωση του ροκ εν ρολ, των ειδώλων του σινεμά και των κόμικς. Σύμφωνα με τις αναλύσεις αυτές, ο αμερικανικός νεανικός πολιτισμός, οπωσδήποτε «όχι ελληνικός» (όχι ελληνόψυχος, θα έλεγαν οι σημερινοί «υπερπατριώτες»), αποτελούσε πτυχή μιας γενικότερης διείσδυσης των ΗΠΑ στη χώρα, που είχε τη στρατιωτική, την πολιτικοοικονομική και την πολιτιστική πλευρά της. Αντίθετα, με την Αριστερά, οι υπερασπιστές του ελληνορθόδοξου ήθους εξαρχής κατάλαβαν ότι η νεανική κουλτούρα ενείχε στοιχεία μιας χειραφετικής επανάστασης, όπερ σημαίνει ότι το πρόσημό της ήταν στην ουσία του αριστερό. Και έτσι ήταν, κάτι βέβαια που θα επιβεβαιωθεί στο τέλος της δεκαετίας, όταν τα «παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα» θα απαιτήσουν έναν κόσμο δίκαιο, πολύχρωμο και λιγότερο φοβικό.

Για όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα οι συμβολές που υπάρχουν είναι ελάχιστες. Πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις συνθήκες γένεσης αυτού του υπέροχου νεανικού πολιτισμού που δείχνει να γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τόσο τον ξεπερασμένο πατερναλισμό της Αριστεράς όσο και τον γεροντοκορισμό της συντηρητικής Δεξιάς. Ο Κώστας Καλφόπουλος, κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος, προφανώς εραστής των φλίπερ (δεν το κρύβει και δεν υπάρχει λόγος, άλλωστε), καταπιάνεται με το υπέροχο σύμπαν των γοητευτικών αυτών παιχνιδιών σε ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιό του που πρόσφατα (επανα)κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Infographics. Το κείμενο του δοκιμίου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Εστία τον Μάιο του 2005, ενώ ακολούθησε η έκδοσή του από τις εκδόσεις Futura τον ίδιο χρόνο. Ας σημειωθεί ότι πριν από τον Κώστα Καλφόπουλο ο Νίκος Δήμου, ήδη από το μακρινό πλέον(!) 1984 και από τις σελίδες του Βήματος, είχε επιχειρήσει να απενοχοποιήσει το φλίπερ σε ένα σημαντικό άρθρο του με τίτλο «Η γενιά των φλίπερ». Αντίθετα όμως από τον Νίκο Δήμου, ο οποίος περιγράφει πολύ εύστοχα τη σημασία των φλίπερ, του ροκ εν ρολ και των τζουκ μποξ για τη γενιά που σύχναζε στη Φωκίωνος Νέγρη κυοφορώντας σε σκοτεινά υπόγεια την «επανάστασή της», ο Κώστας Καλφόπουλος επιχειρεί μια κοινωνιολογική ψηλάφηση του θέματος. Ο συγγραφέας αναζητεί «εκείνη που την είδε να παίζει εκεί» και το κείμενο μετατρέπεται σε ένα φιλοσοφικό road movie στις πλατιές λεωφόρους της μνήμης, όπου το φλίπερ κρατεί πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μοναδική νησίδα χαράς και νόημα σε ένα δυστοπικό, αφιλόξενο περιβάλλον. Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο ίδιος, το φλίπερ εκτός των άλλων σχετίζεται άμεσα με την πόλη και την περιπλάνηση, τη στιγμή που τα φανταχτερά αυτά μηχανήματα (γνωστά και ως «γερανοί» στην Ελλάδα των 60s) λειτουργούν ως μετωνυμία του άστεως στην οποία «χάνεται ο πλάνητας-παίκτης καθώς βοτανολογεί το επικλινές επίπεδο, τους διαδρόμους, τα περάσματα…». Ενός καπιταλιστικού «μικρόκοσμου» δηλαδή, στην αφόρητη μοναξιά του οποίου η μαγεία των φλίπερ λειτουργεί και ως ένα γοητευτικό αντίδοτο, όπως ωραία μας υπενθυμίζει ο Ζορζ Σιμενόν: «Ολα αυτά τα μηχανήματα που βάζεις κέρματα για ν’ ακούσεις μουσική ή να εκσφενδονίσεις μπίλιες σε τράπουλες, όλα όσα μπορεί να επινοήσει μια πόλη για να ξεγελάσει την ανθρώπινη μοναξιά».

Η αυθάδεια

Μια νεολαία γοητευτικά απείθαρχη

αλλά και απείθαρχα γοητευτική

Με σαφείς και καθόλου ανομολόγητες επιρροές από το Δοκίμιο για το τζουκ-μποξ του Πέτερ Χάντκε (στα ελληνικά το 1994 από τις εκδόσεις Εξάντας), ο Κώστας Καλφόπουλος σταχυολογεί και τεκμηριώνει τη φαντασμαγορία του φλίπερ αναδεικνύοντας την καθοριστική του σημασία για τη διαμόρφωση μιας νεολαίας γοητευτικά απείθαρχης και απείθαρχα γοητευτικής, η οποία θα βγάλει τη γλώσσα της με αυθάδεια στον κομφορμισμό της μεταπολεμικής περιόδου. Σε πρόσφατο κείμενό του με αφορμή την απώλεια του αγαπημένου μας Λουκιανού, ο Ακης Γαβριηλίδης επισημαίνει ορθά ότι ο τεράστιος αυτός καλλιτέχνης μάς δίδαξε συν τοις άλλοις ότι η αμερικανικότητα είναι εν τέλει κομμάτι της ελληνικής παράδοσης. Βιβλία όπως αυτό του Κώστα Καλφόπουλου θα έλεγα ότι συνιστούν αναμφίβολη επιβεβαίωση της άποψης αυτής αλλά και έναν γνήσιο, θαρραλέο, κοινωνιολογικό στοχασμό πάνω στη γενικότερη σημασία του αμερικανικού τρόπου ζωής για τη διαμόρφωση της νεολαιίστικης συνείδησης τη δεκαετία του ’60. Game is over. Tilt!

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Φλίππερ

Εκδ. Greek Infographics 2016, σελ. 72

Τιμή: 7 ευρώ