Εν αρχή ην το όνομα. Οι παιδικοί του φίλοι ας πούμε τον φώναζαν «Χερσάλ». Αργότερα κάποιοι των φώναζαν απλώς «Αλί». Μεγαλώνοντας άρχισε να χρησιμοποιεί το «Μαχερσάλα», που κι αυτό όμως απείχε μερικές συλλαβές από την πραγματικότητα: μια προσεκτική ματιά στους τίτλους των πρώτων του ταινιών, όπως το «Η απίστευτη ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον» του Ντέιβιντ Φίντσερ αποκαλύπτει ότι ο άνθρωπός μας λέγεται «Μαχερσαλαχασμπάζ». Αρκετά δυσπρόφερτο το τελευταίο για τα δεδομένα του Χόλιγουντ, κανένας ατζέντης όμως δεν του ζήτησε να το αλλάξει.

Τελικά ο ίδιος άρχισε να σκέφτεται τη σύντμηση και η τελική απόφαση ελήφθη όταν τα δεκαοχτώ του γράμματα δεν χωρούσαν στην αφίσα τού «Στο τέλος του δρόμου», του Ντέρεκ Σιανφράνς: η επιλογή «M. Ali» δεν φαινόταν πολύ γοητευτική. Με τα πολλά, η κατάληξη στο «Μαχερσάλα Αλί» αντανακλούσε και κάτι βαθύτερο για τον 42χρονο ηθοποιό. «Νομίζω ότι αν επιθυμείς να γίνεις πρωταγωνιστής ή έστω να αφηγηθείς μια ιστορία, υπάρχει μια σχέση με το κοινό που πρέπει να καλλιεργηθεί» δήλωνε στο «Vanity Fair». «Πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να προφέρουν το όνομά σου».

Στο κάτω κάτω επρόκειτο απλώς για την εξέλιξη του βαφτιστικού του: γεννήθηκε το 1974 στο Οουκλαντ και οι γονείς του, ένας ηθοποιός με ειδίκευση στα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και μια χειροτονημένη ιερέας κάποιου χριστιανικού δόγματος, τον ονόμασαν Μαχερσαλαχασμπάζ Γκίλμορ. Στο σχολείο άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό, κατόπιν όμως θα έβλεπε και καμιά ταινία (τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Αλτμαν είναι από εκείνες που ξεχωρίζει), θα έγραφε ποιήματα δικά του ή θα διάβαζε ποιήματα άλλων στον πατέρα του, ειδικά όταν εκείνος πλησίαζε προς το τέλος του.

Αυτές οι αναγνώσεις ήταν που του γέννησαν το ενδιαφέρον για τους μονολόγους, αν και εκείνη την περίοδο προείχε το μπάσκετ: οι επιδόσεις του τού χάρισαν μια υποτροφία στο St’ Mary’s College στην Καλιφόρνια, για σπουδές στην επικοινωνία. Ενα φοιτητικό ανέβασμα του μιούζικαλ «Spunk» τον απομάκρυνε από τα σπορ και κάπως έτσι βρέθηκε για μαθητεία στο California Shakespeare Theater. Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο μεταξύ όμως είχαν συντελεστεί κι άλλες αλλαγές στη ζωή του. Από φοιτητής είχε αρχίσει να αμφισβητεί τη χριστιανική του ανατροφή. Μια μέρα, η συμφοιτήτριά του Αμάτους Καρίμ, του πρότεινε να την ακολουθήσει σε ένα τζαμί. Οταν αργότερα θα παντρεύονταν, ο Αλί είχε ήδη ασπαστεί το Ισλάμ.

ΣΤΟ «MOONLIGHT». Το θρήσκευμά του δεν του στέρησε ευτυχώς δουλειές. Ξεκίνησε με μικρούς ρόλους σε σειρές όπως «Law & Order» ή «CSI», αλλά και με μεγαλύτερους, όπως στο «The 4400». Η σημαντικότερη τηλεοπτική εμφάνισή του ήταν βέβαια στο «House of Cards» όπου υποδυόταν τον πάντοτε κομψό (και συχνά ενοχλητικό για τον Φράνσις Αντεργουντ) Ρέμι Ντέντον: ίσως εκεί πρωτοφάνηκαν σε όλη τους τη δόξα το υπνωτιστικό καθώς λέγεται βλέμμα του και το μειλίχιο φιζίκ του. Στο υπερηρωικό «Luke Cage» της Marvel, όπου υποδυόταν τον κακό Cottonmouth, μοστράρισε κι ένα χαμόγελο που έμοιαζε πότε με φοβέρα και πότε με φλερτ. Στο «Hunger Games» είχε έναν ρόλο τουλάχιστον «ζουμερό», η καλύτερη στιγμή του όμως ήρθε με το «Moonlight» του Μπάρι Τζένκινς.

Στην ταινία, που προβάλλεται στην Ελλάδα, ο Αλί υποδύεται ένα καλόκαρδο βαποράκι που παίρνει υπό την προστασία του τον νεαρό πρωταγωνιστή Σιρόν, ενώ εκείνος ανακαλύπτει τον ερωτικό του προσανατολισμό. Τον προστατεύει, τον ταΐζει, τον ενθαρρύνει να βρει την ταυτότητά του, μέχρι και κολύμπι του μαθαίνει. Οταν διάβασε το σενάριο, έλεγε στο «Vanity Fair» ο Αλί, δάκρυσε και αναφώνησε ότι είναι το καλύτερο που έχει κρατήσει στα χέρια του. Η ερμηνεία του τού χάρισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου.

Η ετυμηγορία της Ακαδημίας θα γίνει γνωστή στις 26 Φεβρουαρίου. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ο Μαχερσαλά Αλί (που στο μεταξύ κέρδισε το αντίστοιχο βραβείο του Σωματείου Αμερικανών Ηθοποιών), ετοιμάζει ήδη τις επόμενες δουλειές του. Συμμετέχει στις «Αφανείς ηρωίδες», μια ταινία του Θίοντορ Μέλφι για τις αφροαμερικανές μαθηματικούς που εργάζονταν στη NASA στα πρώτα της χρόνια (στην Ελλάδα από τον Μάρτιο), ενώ θα εμφανιστεί και στην κινηματογραφική διασκευή του ιαπωνικού manga «Alita: Battle Angel».

Ο ρόλος του ωστόσο στο «Moonlight» πέτυχε και κάτι άλλο εκτός από την ενίσχυση του βιογραφικού του: τον επανακαθορισμό των στερεοτύπων για τους Αφροαμερικανούς και την αρρενωπότητα. Σε συνέντευξή του στην «Guardian» ο Αλί δήλωνε ότι τα είχε υπόψη του αυτά και πως με τη συμμετοχή του στο «Moonlight» ένιωθε το βάρος της αντιπροσώπευσης μιας ολόκληρης κουλτούρας. «Πρέπει να έχεις επίγνωση για αυτά» έλεγε. «Καθώς προερχόμαστε από δεκαετίες ένταξης σε ένα πολύ στενό πλαίσιο, υπάρχει πολλή πίεση σε όσους απολαμβάνουν κάποιον βαθμό επιτυχίας, ώστε να αντικατοπτρίσουν κάθε τι θετικό από την κουλτούρα. Δεν ξέρω αν θα φύγει ποτέ αυτό. Νομίζω όμως ότι εξανεμίζεται όσο υπάρχει περισσότερη αντιπροσώπευση και περισσότερη ποικιλία στις ιστορίες».