Στον Σπύρο

Αν παρατηρήσουμε βαθιά μέσα μας, θα διαπιστώσουμε πως οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας δεν έχουν συμβεί χάρη σε γεγονότα που όλοι συμφωνούν ως προς το μέγεθος και τη σημασία τους, αλλά πιστώνονται σε περιστατικά τόσο άγνωστα και ανώδυνα για τους άλλους, ώστε ντρεπόμαστε ακόμη και να τους τα ψιθυρίσουμε. Για όσους κινούνται καθημερινά στο κέντρο της πόλης, που σαν μαγνήτης φαίνεται να συγκεντρώνει τους κάθε λογής αποσυνάγωγους και περιθωριακούς, μια σχέση εντελώς ιδιαίτερη και «προσωπική» αρχίζει να δημιουργείται μαζί τους, ώστε η παρουσία τους ν’ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των δρόμων αλλά και της μυθολογίας του καθενός, που ασυναίσθητα τις πιο πολλές φορές τους έχει δώσει μια θέση στη ζωή του.

Είτε πρόκειται για έναν άνθρωπο που κατακαλόκαιρο κυκλοφορεί με βαριά ρούχα κι ένα επιπλέον παλτό πάνω από όσα φοράει ή για την ηλικιωμένη που δεν πέφτει ποτέ έξω στους υπολογισμούς της σε σχέση με το ποιος θα «τσιμπήσει», χάρη σε μια ασήμαντη αφορμή που θα δημιουργήσει, ώστε να αρχίσει να τον βρίζει. Αν η «σχέση» αυτή αριθμεί κάποια χρόνια –φτάνει να έχεις την υπομονή να παρατηρείς –θα ομολογούσε κανείς για τη δύναμη ενός χώρου, όπως το κέντρο της πόλης, το ασφυκτικό, απάνθρωπο και αδιέξοδο, να λειτουργεί σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ και, σε αντίθεση με ό,τι θα πίστευε, να αναδεικνύει κυριολεκτικά μεταμορφωμένους ανθρώπους που έδειχναν να οδεύουν προς τον οριστικό χαμό. Δεν μπορείς να γνωρίζεις τι ακριβώς συνέβη σταδιακά μέσα στα σπίτια τους στο διάστημα τριών – τεσσάρων χρόνων –αν και οι περισσότεροι έδιναν την εντύπωση ότι έμεναν στον δρόμο ή σε χαμοκέλες -, αλλά είναι βέβαιο πως κάτι περισσότερο φαίνεται να επέδρασε τελικά πάνω τους από τη συμβουλή ή τη σποραδική βοήθεια ενός ελεήμονα.

Σιγά σιγά αφαιρέθηκαν τα πολλά γένια –επειδή πρόκειται για άνδρες συνήθως -, κοπήκανε τα ακατάστατα, σαν χαίτη, μαλλιά ώστε το πρόσωπο που κρύβανε να μοιάζει σχεδόν με ένα άλλο πρόσωπο, τα ρούχα, αν και πάντα παλιά, είναι καθαρά και στα μέτρα τους, ενώ στη θέση της μπόχας που αναδίνανε τώρα διαγράφεται ένα μειδίαμα στα χείλη τους. Αν μάλιστα πρόκειται για νεαρούς χρήστες –όσο κι αν το φαινόμενο είναι σπάνιο, είναι αληθινό –και αναγνωρίσει κανείς στα πρόσωπά τους τα σημάδια της σταδιακής ανάνηψης, αισθάνεται την παρηγοριά που προσφέρεται, σε όσους παρακολουθούν με αγωνία μια απρόβλεπτη εξέλιξη, να αφορά την ίδια την πόλη, τους ρυθμούς της, την προοπτική της. Σαν αίφνης ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους με κομμένο πόδι, στον έναν να ξαναφύτρωσε πόδι κανονικό.

Θα ήταν πραγματικά παραλογισμός με τόση συσσωρευμένη εμπειρία να πιστεύει κανείς πως είναι οι νόμοι και τα διατάγματα που καθορίζουν τη ζωή μας. Και ότι δεν είναι κάποιες αλλαγές, σε σχέση με τους άλλους που, αν και άγνωστοί μας, η συνύπαρξη μαζί τους στον ίδιο χώρο δεν μεταβάλλει μόνο εμάς σε μάρτυρες του τι ακριβώς έχει συμβεί σους ίδιους μέσα στα χρόνια. Αλλά μεταβάλλει σε ανεπίγνωστους πληροφοριοδότες αυτούς τους ανανήψαντες για τις δικές μας αλλαγές –είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο έχουν εκδηλωθεί αυτές.