Επέπρωτο. Και καθώς έχει ενεργοποιηθεί αντίστροφη μέτρηση επιλύσεως του Κυπριακού, πρέπει να δούμε (και να πούμε) την αλήθεια. Προκειμένου να μην απολήξουμε θύματα, είτε οιστρηλατουμένων ψευδαισθήσεων είτε ανεδαφικών εκτιμήσεων. Οχι εγκαταλείποντας όσα (με πραγματιστικούς όρους) συνιστούν δικλίδες ασφαλείας για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Που να εγγυώνται δηλαδή επιβίωση (και ιστορική συνέχεια) στη φυσική του γεωγραφία. Ούτε μεν ενδίδοντας σε «λύση χάριν της λύσεως». Γιατί αυτό θ’ απέβαινε μοιραίως, «δευτέρα πλάνη χείρων της πρώτης». Με διασφαλισμένο δεύτερο διαζύγιο, αμέσως μετά τον δεύτερο γάμο! Ούτε όμως και αφελώς (κι εθνικιστικώς) κρημνοβατώντας. Οπόταν και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ρεαλιστικώς τα δρώμενα και να διαχειρισθούμε διαλεκτικώς τα παρεπόμενα.

1. Οτι δηλαδή: οποιαδήποτε διαπραγματευτική λύση περνά απαραιτήτως από μείζονα συμβιβασμό. Του οποίου οι συντεταγμένες υποθεμελιώνονται σε οδυνηρές και (βιαίως έστω) διαμορφούμενες πραγματικότητες.

2. Οτι τυχόν αποτυχία επιλύσεως θα σημάνει αυτομάτως και τη χείριστη λύση! Ως το εν πολλοίς de facto συνακόλουθο. Που σε περίπτωση αδυναμίας αποτροπής και ανατροπής του θ’ αποβεί de jure. Με οριστικοποίηση της γεωπολιτικής διαιρέσεως σε πρώτη φάση. Καθώς αυτός ο διαχωρισμός θα μας καταστήσει όμορους ενός πληθυσμικού όγκου 80 εκατομμυρίων. Και κυρίως μιας περιφερειακής δυνάμεως, με προφανή επεκτατικά σύνδρομα.

3. Οτι θεμελιώδεις άξονες ρυθμίσεων που έχουν (κακώς μεν, εξ ανάγκης δε) γίνει αποδεκτοί από την πλευρά μας δεν είναι πλέον αναιρετέοι με τίποτα. Εκτός και αν κάποιος από μηχανής θεός ανέτρεπε τα ισοζύγια ισχύος. Τυχόν παρασπονδία και αναστροφή, από θέσεις που υιοθετήθηκαν και από τη διεθνή κοινότητα, θ’ απέβαινε το λιγότερο μοιραία και υπό τας περιστάσεις έως και ολέθρια. Καθώς: Η μεν Τουρκία ενθυλάκωσε συγκεκριμένες υποχωρήσεις και κεφαλαιοποίησε στρατηγικώς κάποια μοιραία μας λάθη. Κι αυτά δεν μπορούν να παραγραφούν από το ανίσχυρο σκέλος της καταθλιπτικής ανισοσθένειας. Παραγράφονται μόνον από τη βούληση της ισχύος. Διότι, όπως προδιαγράφει διαχρονικά η διαλεκτική του Θουκυδίδη: «Δυνατά οι προύχοντες πράσσουσι, και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν». Kατά μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου: Ο μεν ισχυρός κερδίζει τόσα, όσα του επιτρέπει η δύναμή του. Ο δε ανίσχυρος χάνει τόσα, όσα του επιβάλλει η αδυναμία του. Κυνικό μεν. Ανήθικο ασφαλώς. Αλλά ιστορικώς αποδεδειγμένο.

4. Οτι υπό το φως όσων δυσοίωνων συγκροτούν την αδυσώπητη υποτροπή του προβλήματος, εκείνο που είναι (για μας) αυτή τη στιγμή το καθαυτό ζητούμενο, δεν είναι η αποφυγή συμβιβασμού, αλλά το είδος του. Δεν είναι η αποφυγή εκπτώσεων από τις αντιλήψεις μας περί δικαίου και λογικού, αλλά η σαφής χάραξη των τελικών ορίων ως προς τις ύπατες παραχωρήσεις στις οποίες θα υποχρεωθούμε. Αλλά τυχόν διολίσθηση προς συνομοσπονδιακές δομές, θα ισοδυναμούσε με αυτοχειρία!

Επομένως: Εκείνο που αυτή τη στιγμή προέχει για την Κύπρο (και τον σύνολο Ελληνισμό) είναι να προσδιορίσει τις ασφαλιστικές της δικλίδες. Για να μη βρεθεί επί κενού. Κι αυτό δεν σημαίνει αδιάλλακτες στρατηγικές κι εθνικιστικές κρημνοβασίες. Σημαίνει ρεαλιστική αντίληψη: Αφενός της ανάγκης για ιστορικό συμβιβασμό. Και αφετέρου γι’ ανάταξη στρατηγικών αντιστάσεων. Προκειμένου ν’ αποσοβηθούν τα μοιραία. Και να προληφθούν τα ολέθρια.