Τις ουσιαστικά μεγάλες αλλαγές τις συνειδητοποιούμε όταν έχουν συντελεστεί. Και τότε γινόμαστε ακόμη πιο περιφρόντιδες και σχεδόν καθόλου χαρούμενοι γιατί αναλογιζόμαστε τι στοίχισαν σε ταλαιπωρίες, πόνο και δάκρυα, προκειμένου να γίνουν κοινό κτήμα τα θετικά τους αποτελέσματα. Το ότι οι δοκιμασίες δεν υπήρξαν δικές μας αλλά ανθρώπων που έχουν προηγηθεί, δίνει στις κοινωνικές κυρίως αλλαγές μια ιστορική προοπτική και ένα κύρος, που είναι το λιγότερο μίζερο να λογαριάζεται πως επισυνέβησαν προς απόλαυση των επιγενομένων.

Καμαρώνουμε και κοκορευόμαστε με τις αλλαγές μόνο όταν δεν έχουν διαγραφεί στον ορίζοντα και όταν επιτήδειοι και επικίνδυνοι πολιτικοί τις επαγγέλλονται ως ένα παρόν, που πρόκειται εξακριβωμένα να προκύψει άμεσα, και ως ένα ακόμη πιο βέβαιο μέλλον. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τους πανηγυρισμούς και τους χορούς που στήθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος την ίδια ημέρα που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος –πριν από σχεδόν ενάμιση χρόνο –υπήρξε Οχι, η συνέχεια είναι γνωστή. Ή τι δεινά επισώρευσε ως σύνθημα η λέξη «αλλαγή» στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, καθώς κατάλληλα χρησιμοποιημένη μπορούσε, ενώ εξακολουθούσε να ανεμίζει σαν παντιέρα, να μην προσπαθεί και να μην αγωνίζεται κανείς για όσα είχε υποσχεθεί η επιστράτευσή της.

Θα ήταν μια παρηγοριά, ή έστω μια ανακούφιση, το να μπορεί να δικαιολογήσει κανείς μια αντίστοιχη αντίδραση με τη βαθιά επιθυμία των ανθρώπων να αλλάξει κάτι πραγματικά προς το καλύτερο. Μια επιθυμία που θα τους ενεργοποιούσε, έστω και αν δεν θα σήμαινε πολύ περισσότερα πράγματα από το ότι εκλαμβάνουν τα συλλογικά τους φαντάσματα ως κάτι που η υλοποίησή του βρίσκεται επί θύραις. Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Αν συγκινεί η λέξη «αλλαγή», ή μάλλον η προοπτική της πραγματοποίησής της, είναι κυρίως γιατί η εξουσία που αναλαμβάνει να της δώσει υπόσταση φαίνεται να αποκτά με τον τρόπο αυτόν ανθρωπινότερη μορφή.

Και ότι ως εκ τούτου είναι μια εξουσία φιλική, που κάθε άλλο παρά άβυσσος τη χωρίζει σε σχέση με τους ανθρώπους που ενεργεί για λογαριασμό τους. Μια εξουσία που ο καθένας θα μπορούσε να την ασκήσει, έστω και αν στερείται ακόμη και των τυπικών προσόντων που χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προκειμένου να το επιχειρήσει. Ονειρα θερινής νυκτός που τα τρέφει και τα μεγεθύνει μια σκοτεινή ανθρώπινη παρόρμηση, που θέλει να αισθανόμαστε την πολιτική εξουσία ως συνοδοιπόρο στους σκοπούς μας, φτάνει να ντύνεται η τελευταία το ρούχο μιας λαϊκότροπης έκφρασης.

Οπως ακριβώς έγινε το 1981, όταν ο μόλις εκλεγμένος Ανδρέας Παπανδρέου, ύστερα από ένα αμπντάλικο ζεϊμπέκικο που είχε χορέψει, απάντησε στον δημοσιογράφο Γιώργο Βότση, που του φώναξε «άλα, τώρα θα έχουμε αλανιάρη πρωθυπουργό», με ένα «γιασάν». Ή όπως φαντάζονταν ότι συμβαίνει οι διαδηλωτές στις 15 Φεβρουαρίου 2015 στην Πλατεία Συντάγματος, ενώ φώναζαν ρυθμικά «κάνεις τη Μέρκελ να τρέμει σαν κλαράκι / γεια σου αλάνι, Γιάνη Βαρουφάκη». Με την εξουσία των δύο αυτών πολιτικών να παραμένει τόσο ακαταμάχητη όσο και η πιο σκοτεινή της εκδοχή, έστω κι αν δέχονταν ως χαϊδολόγημα την προσβολή που τους γινόταν.