Λίγους μήνες πριν παραδώσουν το κόμικ στον εκδότη τους, ο σχεδιαστής Δημήτρης Μαστώρος και ο σεναριογράφος Νίκολας Βάουτερς κλήθηκαν να λύσουν ένα από τα δύσκολα ζητήματα κάθε εντύπου: να το ονομάσουν. Το φέρανε από δω, το φέρανε από κει, μέχρι που θυμήθηκαν ότι λίγο-πολύ κάθε τίτλος κρύβεται μέσα στις σελίδες τις οποίες τελικά συμπυκνώνει. Σε μια από τις δικές τους μια ηρωίδα έπαιρνε ένα νεράντζι και έπαιζε με ένα σκυλί, εξιστορώντας παράλληλα έναν αστικό μύθο που ο Δημήτρης είχε ακούσει από έναν φίλο του. Κάποτε, λέει, το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας προέβλεπε πεζοδρόμια γεμάτα με οπωροφόρα. Για ευνόητους λόγους διαμαρτυρήθηκαν οι αγρότες κι έτσι τελικά φυτεύτηκαν μόνο νεραντζιές. Οι καρποί τους έπαιξαν διάφορους ρόλους στην καθημερινή ιστορία της πόλης: έγιναν γλυκό, κόπηκαν από περαστικούς που αποζητούσαν τη μυρωδιά τους, κλωτσήθηκαν ή πετάχτηκαν σε φίλους για πλάκα. Κάπως έτσι βαφτίστηκε κι ένα κόμικ που προέκυψε όταν οι βέλγοι φίλοι του Δημήτρη απόλαυσαν ένα παλιότερό του με καλοκαιρινές ιστορίες από την Πάρο, ένα κόμικ που αρχικά αποτέλεσε την πτυχιακή του, που αφηγούνταν ιστορίες με εξαρχειώτικο φόντο και τελικά άλλαξε σε κάτι πιο συγκεκριμένο: «Το νεράντζι έχει ωραία μυρωδιά, αλλά δεν τρώγεται» λέει στα «Πρόσωπα» ο κομίστας. «Το είδαμε λοιπόν σαν τη γλυκόπικρη εικόνα της γειτονιάς. Κι έτσι καταλήξαμε στον τίτλο “Εξάρχεια – Το πικρό νεράντζι”».

Στο μπαρ της Καλλιδρομίου

Εχοντας στο εξώφυλλό του το όνομα της συνοικίας στα ελληνικά, το κόμικ κυκλοφόρησε τον Αύγουστο στο Βέλγιο και στη Γαλλία από τον οίκο Futuropolis, τμήμα των εκδόσεων Gallimard, με σκοπό να αφηγηθεί σε διακόσιες σελίδες μια απλή ιστορία: ο 27χρονος Νίκος, φοιτητής στο εξωτερικό, μεγαλωμένος στα Εξάρχεια και επίσης σκιτσογράφος, επιστρέφει στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές του διακοπές, σχεδιάζοντας πρώτα μια στάση στη θεία και στον θείο του που διατηρούν ένα μπαρ κάπου στην Καλλιδρομίου. Ο θείος του δεν βρίσκεται στο πόστο του αλλά στο νοσοκομείο και παρόλο που ο Νίκος αποφασίζει, αντί να παραθερίσει, να βοηθήσει τη θεία, τα πράγματα μπερδεύονται λιγάκι: εκτός από παλιούς φίλους, παλιούς γνωστούς και παλιούς δρόμους, βλέπει κι ότι το παλιό διαμέρισμα των συγγενών του έχει καταληφθεί από μετανάστες. Οτι ο παιδικός του φίλος, ο Τζίμης, καταπιάνεται με ένα αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο στην οδό Ναυαρίνου ή ότι στην πλατεία κάποιοι διακινούν ναρκωτικά. Οτι η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να ρίξει τη σκιά της και ότι οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με την Αστυνομία είναι συχνές. Εκείνος προσπαθεί να ξαναβρεί τα βήματά του στη γειτονιά αλλά και τα «κλειδιά» της, να τη βοηθήσει όπως μπορεί, αναδιαμορφώνοντας στην πορεία και τον χαρακτήρα του. Και η ιστορία του δίνεται άλλοτε με ελλειπτικό τρόπο, πότε με ρεαλιστικό και ενίοτε με ονειρικό. Η απεικόνισή της γίνεται μέσα από σχέδια καστανόχρωμα σαν τη σέπια, με γραμμές διακριτές αλλά εξπρεσιονιστικές.

Ενα ζήτημα βέβαια με τα Εξάρχεια είναι το τι πιστεύει κανείς γι’ αυτά. Από τις γενικευτικές κοινοτοπίες περί γκέτο μέχρι τις εξιδανικεύσεις περί αδούλωτης ουτοπίας, τα στερεότυπα δεν σπανίζουν. Και από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι το «Εδώ ελεύθερα Εξάρχεια» των Νίκου Κουφόπουλου και Νικόλα Αγάθου, η παρουσία τους στα κόμικς (όπως και η παρουσία πολλών κομιξάδικων στην επικράτειά τους) είναι συχνή. Την ίδια στιγμή, μια γαλλική έκδοση για μια τόσο πολυσυζητημένη γειτονιά, διά χειρός ενός Ελληνα και ενός Βέλγου, μπορεί να αντανακλά έναν διάλογο διεθνούς επιπέδου. Ο 27χρονος Δημήτρης γεννήθηκε και σπούδασε στις Βρυξέλλες, στα Εξάρχεια όμως πέρασε την εφηβεία του –διαμένοντας πρώτα στην Αλεξάνδρας κι έπειτα στη Στουρνάρη. Ενας από τους λόγους που ασχολήθηκε καλλιτεχνικά με την περιοχή ήταν οι μονόπλευρες εγχώριες αφηγήσεις. Στο εξωτερικό, οι περιγραφές της είναι κατά τη γνώμη του πιο εύστοχες. «Υπάρχουν οι χαρακτηρισμοί “αναρχική”, “νεανική”, ίσως “παρεξηγημένη”, αλλά ποτέ “επικίνδυνη”» λέει και αντιπαραθέτει τα λόγια ενός έλληνα συνεπιβάτη του σε ένα ταξίδι προς Ελλάδα, που όταν έμαθε τον προορισμό του νεαρού απάντησε «α, στο “Εξαρχιστάν”, το αυτόνομο κρατίδιο». Υπήρχε βέβαια και η συνδρομή του Νίκολας Βάουτερς: «Προσέδωσε την εξωτερική ματιά στο όλο εγχείρημα» λέει ο Δημήτρης. «Τις λεπτομέρειες που απαιτούνται ώστε να μην παρεξηγηθεί μια κατάσταση και να γίνουν κατανοητές οι δυνάμεις που συγκρούονται».

Μεθώνης και Μπενάκη

Εδωσε κι άλλα ο Βάουτερς στο κόμικ. Εδωσε τους συνδετικούς αφηγηματικούς κρίκους ανάμεσα στα χαρακτηριστικά μιας συνοικίας που ο Δημήτρης ήξερε από τότε που ως έφηβος σύχναζε στο Mo’Better («νομίζοντας ότι κάτι εντυπωσιακό γινόταν κάθε βράδυ») και που σήμερα, περπατώντας στους δρόμους της, τη Μεθώνης ή την Μπενάκη, χαζεύοντας τοιχογραφίες όπως ενός κοριτσιού που ίπταται στη γωνία Θεμιστοκλέους και Μεσολογγίου, τη θεωρεί ενδιαφέρουσα και από εικαστική άποψη. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας του έλληνα σχεδιαστή με τον βέλγο σεναριογράφο ήταν μια προσπάθεια ουδέτερης περιγραφής, με υποϊστορίες για έναν μετανάστη ο οποίος επηρεάζει μια κατάληψη, για έναν σκύλο με ρόδες στα πίσω πόδια (εμπνευσμένο από τον εμβληματικό Λουκάνικο) που επιδρά σε μια εκδρομή στην Υδρα, για προσωπικές εμμονές, για μικρές ή μεγάλες τέλος πάντων δυνάμεις που καθοδηγούν τους ανθρώπους. «Κάποια θέματα τα ακουμπάμε στο κόμικ και μένουν άλυτα, όπως και στη ζωή» εξηγεί ο Δημήτρης. «Παρουσιάζουμε όμως πτυχές της γειτονιάς, όπως τη μετανάστευση, την πρέζα, τα γκραφίτι, τη νυχτερινή ατμόσφαιρα, στα οποία ο ξένος αναγνώστης μπορεί να δει διαφόρων ειδών πρωταγωνιστές και περίεργες καταστάσεις που θα τον ταξιδέψουν. Θα ήθελα να τους μείνει το αίσθημα ότι προσέγγισαν κάτι διαφορετικό ώστε να ενδιαφερθούν περαιτέρω. Να πάρουν ένα εισιτήριο της Ryanair και να έρθουν να δουν τι συμβαίνει από κοντά».

Προσεχώς στα ελληνικά

Η μετάφραση του κόμικ στα ελληνικά θα ακολουθήσει, σύμφωνα με τον Δημήτρη, την πρωτότυπη γαλλική έκδοση μέσα στον επόμενο χρόνο. Αν τον ρωτήσεις πάντως για τις διαφορές ανάμεσα στη διαδικασία έκδοσης ενός κόμικ στην Ελλάδα και στο Βέλγιο ή τη Γαλλία, δεν θα πει τα αναμενόμενα. Σύμφωνοι, τα χουνέρια που έκανε ένας έλληνας εκδότης σε εκείνο τον φίλο του που την ίδια περίοδο έβγαζε το δικό του κόμικ ο Δημήτρης δεν τα έζησε. Κατά τύχη όμως. Η βασική διαφορά στο Βέλγιο όπου κατοικεί, με τα κόμικ να έχουν τεράστιο παρελθόν και κοινό, με τον κάθε οίκο να διακρίνεται για το στυλ και τις ιδιαιτερότητές του («σαν να διαλέγεις τον στάβλο σου»), είναι, λέει, η διαδικασία έκδοσης, που ίσως αντιμετωπίζεται λίγο πιο σοβαρά. «Το ευρύτερο κοινό όμως έχει ως αποτέλεσμα και πάρα πολλά μέτρια κόμικς, άπειρα φεστιβάλ που φέρνουν σε πανηγύρια, τη στιγμή που αν είχαν ένα σαν το παλιό της “Βαβέλ” θα ήταν υπεραρκετό» παρατηρεί. Κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα έχει ωραία underground σκηνή, ενώ αγαπημένα του εγχώρια αναγνώσματα είναι τα κόμικς του Γιώργου Τσούκη, του Λέανδρου και κάποια του Τάσου Ζαφειριάδη. Από ξένους δημιουργούς προτιμά τον Ούγκο Πρατ, τον Αντρέα Πασιέντζα, τον Τζίπι, αλλά και «το ασπρόμαυρο του Χοσέ Αντόνιο Μουνιόζ στο “Allack Sinner” ή τις τερατώδεις μορφές του Αλμπέρτο Μπρέκια στο “Buscavidas”».

Κάποια από αυτά ίσως τα πρωτοδιάβασε στο σπίτι του στην Αλεξάνδρας ή τη Στουρνάρη. Αν τον ρωτήσεις όμως τίποτα βαρύγδουπο για τα Εξάρχεια και τις διαφορετικές αναπαραστάσεις τους, αν του ζητήσεις να διευκρινίσει σε ποιον τελικά ανήκουν, θα γελάσει. «Και ποιος είμαι εγώ για να απαντήσω;» θα πει. «Στην είσοδο της πολυκατοικίας μας κάποιος είχε γράψει το παλιό σύνθημα “Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του”. Iσως λοιπόν και τα Εξάρχεια να ανήκουν στα σκυλιά τους».

info

Το κόμικ «Εξάρχεια – L’orange amere» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Futuropolis. Τιμή Amazon: 24 ευρώ