Προφανές: Η φθορά μιας κυβέρνησης ξεκινάει λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία της. Ο βίος της λοιπόν εξαρτάται από το πώς «κλειδώνει» μαζί της μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία. Και πώς ιεραρχεί ένα καθολικό συλλογικό αίτημα που ενοποιεί μεγάλο μέρος του κόσμου προωθητικά.

Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, μετά την υπαγωγή της χώρας σε βαθιά επιτροπεία στο Καστελλόριζο, κινούνται αμυντικά.

Για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, όλες οι κυβερνήσεις των Μνημονίων «παίζουν» αμυντικό αφήγημα που συνοψίζεται στη φράση: «Να βγούμε από τα Μνημόνια».

Κι όμως, αυτή η αρχικά έκτακτη συγκυρία, που προβλήθηκε ως προσωρινά επώδυνη από τις κυρίαρχες δυνάμεις του παλιού συστήματος, αποδεικνύεται μόνιμη.

Μα ποια η διαφορά των ελληνικών Μνημονίων –που συνεχίζουν να εξαθλιώνουν τον λαό –από τα Μνημόνια που επιβλήθηκαν σε άλλες τέσσερις χώρες (Ιρλανδία, Κύπρο, Ισπανία, Πορτογαλία); Γιατί στις τέσσερις προαναφερόμενες χώρες τα προγράμματα αυτά ολοκληρώθηκαν και όπως λέει ο Κλάους Ρέγκλινγκ είχαν και success story;

Πέραν του γεγονότος πως τα τρία Μνημόνια στην Ελλάδα είναι το ένα διαφορετικό από το άλλο στο μείγμα του, η παραπάνω παραδοχή του επικεφαλής του ESM έχει πολλά σφάλματα. Για παράδειγμα, οι χώρες που βγήκαν από Μνημόνια μπορεί να έχουν πια τη δυνατότητα να δανείζονται μόνες τους από τις αγορές, αλλά έχουν άλλο βαθμό ανάπτυξης καπιταλισμού και άλλο βάθος δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η Ελλάδα, με νόθο αστισμό 150 ετών, με μεταπολεμικό σχεδιασμό με προτεραιότητα στις υπηρεσίες και τη μεταπρατική ιεράρχηση, με κηδεμονία από τον ξένο παράγοντα και με εύθραυστο πολιτικό σύστημα, ακολούθησε μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την οικονομία δανεισμού και υψηλού χρέους.

Η ολιγαρχία συσσώρευσε κεφάλαιο, διευρύνθηκε. Με βασικό όμως ιμάντα πάντα τον υπερδανεισμό.

Από το 2010 ζούμε σε περίληψη μια και μόνο πραγματικότητα: το Μνημόνιο είναι ο καπιταλισμός σε κρίση. Οι μεταρρυθμίσεις, αυτή η νέα θεολογία των αγορών, δεν είναι κάτι άλλο από την επιτάχυνση των όρων συμπίεσης του εργατικού κόστους.

Υπάρχουν βέβαια και αυτές οι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα ενός συστήματος. Για παράδειγμα, ο καλύτερος επιμερισμός και διάρθρωση της δημόσιας διοίκησης. Οι περισσότεροι όμως των δανειστών δεν εννοούν αυτό.

Σήμερα, η κυβέρνηση Τσίπρα μοιάζει να ακολουθεί την πεπατημένη δίχρονης βιωσιμότητας αμυντικού αφηγήματος. Διατηρεί βέβαια άλλο μείγμα στην αναδιανομή –όπως προσφάτως ο ΣΕΒ παραδέχθηκε -, μοιάζει όμως να είναι στριμωγμένη στο δωμάτιο από τον ελέφαντα της πραγματικής οικονομίας. Η τελευταία της ευκαιρία είναι μια διευθέτηση για το χρέος και η ποσοτική χαλάρωση. Περισσότερο κι απ’ τα δύο όμως είναι η ανακούφιση των φτωχών. Κι ένα νέο αφήγημα.