Σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων, αν ένας χιμπαντζής χτυπούσε ασταμάτητα τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής για πολλά χρόνια δεν αποκλείεται να προέκυπτε κάποια στιγμή ένα σονέτο του Σαίξπηρ. Αν λοιπόν ένας ατάλαντος συγγραφέας αραδιάσει σε μερικές χιλιάδες σελίδες ό,τι του κατέβει, δεν είναι απίθανο να πει και δυο – τρία ενδιαφέροντα ή τουλάχιστον συγκινητικά πράγματα.

Ο συγγραφέας-χιμπαντζής είναι μια μόδα της εποχής μας. Ή μάλλον ένα κλινικό σύμπτωμά της. Το μυστικό της επιτυχίας του είναι η απροκάλυπτη μπαναλιτέ, που συναντάει και καθαγιάζει την μπαναλιτέ του χωρίς αξιώσεις αναγνώστη, δηλαδή τον αυτόματο, άσκεφτο τρόπο με τον οποίο θα μιλούσε αυτός για καθημερινές διαδικασίες και περιστατικά της ζωής του. Ενώ η νεωτερική λογοτεχνία εστίασε στο καθημερινό και οικείο για να το διερευνήσει και να ανασύρει από μέσα του το ανοίκειο και παράδοξο, η γραφή του συγγραφέα-χιμπαντζή παραιτείται από τέτοιες περιπέτειες και εκθέτει το μπανάλ υλικό της ακατέργαστο και αμοντάριστο, όπως κάνει ένα ριάλιτι. Σχεδόν αναπόφευκτα, θα υπάρχουν σε αυτή την ατέλειωτη ροή ασημαντολογιών και στιγμές που, χωρίς να ξεφεύγουν από την μπανάλ περιγραφή, έχουν αφ’ εαυτές ένα κάποιο συγκινησιακό φορτίο. Επειδή τέτοιες στιγμές αφορούν καταστάσεις που έχουμε ζήσει λίγο πολύ όλοι, ο μέσος αναγνώστης αισθάνεται πως το βιβλίο μιλάει γι’ αυτόν και μάλιστα με τον τρόπο που θα μιλούσε ο ίδιος. Αυτό είναι το ακαταμάχητο πλεονέκτημα τέτοιων βιβλίων.

Στην πραγματικότητα βέβαια οι συγγραφείς τους μιλούν μόνο για τον εαυτό τους. Η διαφορά των ανοικονόμητων προϊόντων τους από τον μυθιστορηματικό γιγαντισμό που καλλιεργείται σήμερα κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες συνοψίζεται στη λέξη εγωτισμός. Δεν πρόκειται για υποκειμενική ματιά στον κόσμο αλλά για εγκατάσταση του εγώ στο κέντρο του κόσμου, από όπου τον πλημμυρίζει με τη φλυαρία του. Αυτό το προδίνει μερικές φορές ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, με την έμφαση που δίνει στην κτητική αντωνυμία: «Ο αγώνας μου» λέγεται η 3.600 σελίδων σινδονιάδα του Κνάουσγκορντ (η εσκεμμένη ταύτιση του τίτλου με εκείνον του άλλου, διαβόητου βιβλίου θέλει να προεξοφλήσει και να υπογραμμίσει εξ αντιδιαστολής την πλήρη αποδέσμευση από οτιδήποτε δημόσιο), «Η υπέροχη φίλη μου» τιτλοφορείται η τετραλογία της Ελενα Φεράντε. Ακόμη και στο επίσης ογκωδέστατο και πολύκροτο «Κονφιτεόρ» του Ζάουμε Καμπρέ, που ανατρέχει στην ευρωπαϊκή Ιστορία ψάχνοντας (υποτίθεται) για τη ρίζα του Κακού, το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολύπλοκης κατασκευής είναι μια εξομολογητική εαυτολογία, γιατί οι φιλοσοφικές «ενοράσεις» του είναι από κοινότοπες έως αφελείς.

Η εξομολογητική λογοτεχνία είναι η χειρότερη μορφή λογοτεχνίας. Χειρότερη και από τα ροζ μυθιστορήματα. Αυτά τουλάχιστον επινοούν καταστάσεις που η αναγνώστρια θα μπορούσε (ή θα ήθελε) να ζήσει και την καλούν κατά κάποιον τρόπο να σκεφτεί πώς θα τις αντιμετώπιζε. Οσο χαμηλή και αν είναι η αισθητική τους, όσο συντηρητικά τα κοινωνικά πρότυπά τους, επιτελούν μια βασική λειτουργία ενός μυθοπλαστικού έργου: να πείθει ότι αληθινό δεν είναι μόνο ό,τι έχουμε ζήσει αλλά και ό,τι θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Οι «εξομολογολάγνοι» συγγραφείς, αντίθετα, απορρίπτουν το δυνητικό ως συνθήκη και καταγίνονται με μια ρηχή περιγραφή ιδιωτικών βιωμάτων, άσχετα αν αυτά έχουν μερικές φορές μια (φτενή) μυθοπλαστική επίστρωση. Για την εξομολογητική λογοτεχνία ισχύει αυτό που είπε ο Ζενέ για την αληθοφάνεια: είναι η αποκήρυξη όλων των ανομολόγητων αιτίων.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο θλιβερό σε αυτή τη λογοτεχνία. Αφορά την έκφραση. Διαβάζοντας τέτοια βιβλία έχεις την αίσθηση πως ολόκληρη η λογοτεχνική παράδοση έχει χαθεί. Οι συγγραφείς αυτοί γράφουν σαν να ήταν οι εφευρέτες του έντεχνου λόγου και προχωρούν ψηλαφιστά, σκουντουφλώντας, αλλά με την έπαρση του πρωτοπόρου, σε μονοπάτια που άλλοι έχουν ανοίξει και αφήσει πίσω τους προ πολλού. Γι’ αυτό μίλησα για κλινικό σύμπτωμα της εποχής μας. Αυτή η απώλεια της ιστορικής μνήμης (και η λογοτεχνία συνιστά μια μορφή ιστορικής μνήμης) είναι η μεγάλη αρρώστια του μεταμοντέρνου κόσμου μας.