Γεγονός αληθινά αξιοπερίεργο, αν ένα βιβλίο πρόκειται να σε ευχαριστήσει ή να σε προβληματίσει, το καταλαβαίνεις από τις πρώτες του κιόλας σελίδες, πριν καν αρχίσεις να διαβάζεις το ίδιο το κείμενο. Από ένα μότο ή από μια αφιέρωση, όπως παρατίθενται στις πρώτες του λευκές σελίδες, ή ακόμη από τον αέρα που αναδίνει η όλη τυπογραφική και αισθητική συγκρότησή του. Το επιβεβαιώνει το βιβλίο διηγημάτων του Θόδωρου Φέστα «Ο γέρος που φορούσε ένα καπέλο» που έχει ως μότο τη σπουδαία ρήση του Αλντους Χάξλεϊ «Η μνήμη κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία». Που σημαίνει ότι η μνήμη είναι κάτι εξαιρετικά σπουδαίο αφού τα όσα έχει ζήσει κανείς μπορούν να αποκτούν τη μορφή μιας αφανέρωτης λογοτεχνίας, δεν σημαίνει όμως ότι ταυτόχρονα τους δίνεται αυτομάτως η ευχέρεια ή τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θεωρηθούν ως προϊόντα προς δημόσια έκθεση. Με την προϋπόθεση ότι μπορεί να σφάλλουμε στην ερμηνεία της ρήσης του Χάξλεϊ σε ποια κατηγορία θα τοποθετούσαμε τα διηγήματα (μάλλον άστοχος χαρακτηρισμός αφού σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για πρωτοπρόσωπες, χωρίς ίχνος μυθοπλασίας, αφηγήσεις) του Θόδωρου Φέστα; Πριν αναρωτηθούμε όμως αν οι τριάντα τρεις ιστορίες τού «Ο γέρος που φορούσε ένα καπέλο» συνιστούν μνήμες που δικαιολογημένα από ιδιωτική έγιναν δημόσια λογοτεχνία, να σημειώσουμε μια βασική τους αρετή και ένα βασικό επίσης μειονέκτημά τους, όσο και αν το δεύτερο δεν επηρεάζει την τελικά πολύ ευφρόσυνα συγκινημένη εντύπωση που προκαλεί η ανάγνωσή τους.

Γίνεται ακόμη εμφανέστερη η αρετή ακριβώς γιατί σύντομες ή εκτεταμένες οι ιστορίες, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον που διαβάζονται να σε προετοιμάζει για ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό κλείσιμο, να διαπιστώνεις, χωρίς να απογοητεύεσαι, ότι το μεγάλο που σου υπόσχονταν, ενώ τις διάβαζες, είχε ήδη συντελεστεί, χωρίς να το έχεις υποψιαστεί. Ακόμη και όταν το κέντρο βάρους ή ο άξονας της ιστορίας φαίνεται να μετακινείται όπως στη συντομότατη «Παντομίμα» ή στη λίγο εκτενέστερη «Τα δόντια του τίγρη», πάλι έχεις την αίσθηση ότι η κύρια αρετή του Θόδωρου Φέστα είναι να αποκτά η καθημερινότητα στην αναπόλησή της σχεδόν «επικές» διαστάσεις. Βεβαίως δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμβεί αυτό όταν το «υλικό» που την τροφοδοτεί, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, είναι «παλιές ιστορίες, αστεία, πειράγματα, παραλίες του ’60, μηχανές, ταξίδια, οι γειτονιές, ο Εμφύλιος και τα θύματά του, οι εξόριστοι, άνθρωποι που φύγαν, ποτά, τσιγάρα, στριφτά, Σαντέ άφιλτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, χοροί, γλέντια, πόνος, απογοήτευση». Βεβαίως όταν πρόκειται για μια αναπόληση τόσο καταιγιστική που αν δεν ήταν εξαιρετικά γλυκιά, θα σου έκοβε την ανάσα, επόμενο είναι οι τριάντα τρεις ιστορίες να μοιάζουν με κομμάτια μιας ενιαίας σύνθεσης, ενός μυθιστορήματος για παράδειγμα, που ο δημιουργός της δεν τόλμησε -ενδεχομένως προς τιμήν του –να την επιχειρήσει.

Με αποτέλεσμα να υπάρχει κάτι το λειψό, που θα παρέμενε ως τέτοιο ακόμη και αν οι καθαυτό συναρπαστικές –το επαναλαμβάνουμε –αναμνήσεις ήταν περισσότερες. Ή, παρά το γεγονός ότι οι υπάρχουσες, ακόμη και άσχετες μεταξύ τους, αναδεικνύουν μια υπόγεια συγγένεια ανάμεσα σε τόπους, ανθρώπους και περιστατικά που μόνον ένας εξαιρετικά ευαίσθητος δέκτης –προς το παρόν όμως λίγο αμήχανος ως προς τη διαχείριση του υλικού του –θα μπορούσε να εντοπίσει. Η καθαυτό λογοτεχνία σε υποχρεώνει να «θυμάσαι» με έναν άλλον τρόπο απ’ ό,τι αποθησαυρίζει τις αναμνήσεις του ένας άνθρωπος που δεν φιλοδοξεί να τις εκφράσει. Ετσι είτε πρόκειται για την ηρωίδα της ιστορίας «Τούμπα», όταν θυμάται τον Γιώργο Ιωάννου στο «Δικό μας αίμα» με την κάθοδο της Τούμπας –περιοχή της Θεσσαλονίκης –με χωνιά, τρομπέτες και σημαίες στην Εγνατία τη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είτε για τον ίδιο τον αφηγητή στο «Λούτσα-Περαία» με τις αναμνήσεις του της δεκαετίας του ’60 να ανακηρύσσουν ως αδελφές περιοχές –όπως λέγαμε παλαιότερα «αδελφές πόλεις» –τα παραθαλάσσια προάστια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, δεν αμφιβάλλει κανείς πως έχει να κάνει με μια ενιαία δεξαμενή απ’ όπου αναβλύζουν όλες αυτές οι αναμνήσεις. Κάπως ασύνδετες μεταξύ τους αφού, όσο θαυματουργή και αν υπήρξε η δεκαετία του ’60, δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το κάτι παραπάνω που χρειάζεται να έχει μια ιστορία ή ένα διήγημα, για να μη «μιλάει» μόνον σε όσους συμβαίνει να έχουν κοινές αναμνήσεις και, αλίμονο, σχετικά κοινή ηλικία.

Αν ένα μεγάλο μέρος της πολύ άξιας σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας γράφεται αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, σαν να μην πρόκειται να υπάρξει ένας αλλόγλωσσος αναγνώστης, θα ήταν αμαρτία από τον Θεό να αρχίζουμε να λογαριάζουμε και τη θεοποιημένη δεκαετία του ’60 ως έναν χώρο που, λειτουργώντας περίπου συνθηματικά, φτάνει και περισσεύει προκειμένου να γίνει κάτι αυτομάτως καθαρή λογοτεχνία. Με συνέπεια να νομιμοποιούνται λέξεις όπως «κωλοφεράντζα», «ντούζικο», «τσάκνο», «σασιρμάς», «ζορμπαλίκι», «σακουλεύτηκε», που μάλλον γραφικότητα μυρίζουν παρά ιθαγένεια.

Θόδωρος Φέστας

Ο γέρος που φορούσε ένα καπέλο

Εκδ. Αγρα, 2016, σελ. 224

Τιμή: 15 ευρώ