Είμαστε πολλοί που θυμόμαστε μια κουβέντα του αλησμόνητου εκδότη του Ικαρου και λεπταίσθητου ποιητή Νίκου Καρύδη –πέθανε το 1984 -, ότι σκεφτόταν να γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η ζωή μου με τις χήρες». Οπου θα εξιστορούσε τις περιπέτειες που είχε υποστεί σε σχέση με τις γυναίκες ποιητών όταν, έχοντας πεθάνει οι ίδιοι, ο Καρύδης όφειλε να διαπραγματευτεί μαζί τους τους όρους της μεταθανάτιας πορείας του έργου των συζύγων τους. Θα σχηματιζόταν ένας μακρύς κατάλογος αν αποφάσιζε κανείς να εκθέσει τη συμπεριφορά χηρών, κατιόντων ή κληρονόμων.

Αδυνατείς όμως να αποσιωπήσεις τρεις περιπτώσεις αποδεικτικές μιας νοοτροπίας που έχει αποδειχθεί καταστροφική για το έργο δημιουργών κάθε άλλο παρά μεμψίμοιρων ή στενόμυαλων όσον αφορά τη διαχείριση, όσο ζούσανε, οιουδήποτε πράγματος, άρα και του έργου τους. Εννοούμε τη χήρα ονομαστού πεζογράφου της γενιάς του ’30, που διαμαρτυρόταν στον εκδότη του έργου του ότι τα ποσοστά που της έδινε δεν της αρκούσαν για να αγοράσει καν χαρτοφάκελα. Ενώ η χήρα ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους, της γενιάς του ’30 επίσης, τηλεφώνησε δύο ώρες μετά τον θάνατό του –πριν γίνει η κηδεία του στην γκαλερί με την οποία συνεργαζόταν ο ζωγράφος για να τους πει: «Μέχρι νεωτέρας εντολής μου δεν γίνεται καμιά πώληση γιατί θα διπλασιάσω τις τιμές των πινάκων». Με την τρίτη περίπτωση, ακόμη πιο ανατριχιαστική ως συμπεριφορά, όταν συγγενικά πρόσωπα γνωστού συγγραφέα –επίσης πριν γίνει η κηδεία του –τηλεφώνησαν σε τρεις – τέσσερις εκδότες με τους οποίους συνεργαζόταν ο αποχωρήσας δημιουργός για να τους ανακοινώσουν ότι από εδώ και μπρος οι εκδότες θα έπρεπε να λογαριάζονται μαζί τους.

Μας ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό διαβάζοντας στα «αφτιά» δύο βιβλίων του Μένη Κουμανταρέα («Η σειρήνα της ερήμου» και η επανέκδοση της «Βιοτεχνίας υαλικών»), «Ο Μένης Κουμανταρέας πέθανε το 2014 στην Αθήνα». Ο Μένης Κουμανταρέας δεν πέθανε. Δολοφονήθηκε το βράδυ της 5ης προς 6η Δεκεμβρίου του 2014, στο σπίτι του στην Αθήνα, Ζακύνθου 3, στην Κυψέλη. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν χρειάζεται τέτοιου είδους χονδροειδείς παραποιήσεις προκειμένου να προστατευθεί η τιμή του και η αξιοπρέπειά του. Τις υπερασπίζεται ο ίδιος με το έργο του και την προσωπικότητά του απείρως ουσιαστικότερα από τον καθένα που φαντάζεται ότι η αναγνώρισή του ως κληρονόμου, τον αναγνωρίζει ταυτόχρονα ως φύλακα μιας ηθικής που ο ίδιος ο Κουμανταρέας αποστρεφόταν.

Διαφορετικά είναι σαν να αναγνωρίζεις, εμμέσως πλην σαφώς, τις αθλιότητες που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης των δολοφόνων του από την υπεράσπισή τους, ώστε με την αποσιώπηση να εξασθενήσει η μνήμη αυτών των αθλιοτήτων στο μέλλον. Δεν προσέρχεσαι αυτόκλητος να προστατεύσεις τον οποιονδήποτε σε σχέση με μια «ανορθοδοξία», όταν ο ίδιος έδειχνε πως δεν αισθάνεται να τον εκθέτει.

Αντίθετα, δεν έχανε ευκαιρία που να μην την εκφράζει άλλοτε έμμεσα, άλλοτε άμεσα, με μια τόσο υψηλή αίσθηση αξιοπρέπειας, που δημιουργούσε τις συνθήκες για μια πρωτόφαντη κοινωνικά, υπαρξιακά και ηθικά υγεία.