Θα ήταν ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Θα ήταν αν όντως κάποιος αισθανόταν τη σκιά της απουσίας του. Αλλά επί σχεδόν τρεις ώρες κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη να ρωτήσει τον Πρωθυπουργό για τον κυβερνητικό του εταίρο. Κανείς δεν αξιολόγησε ως σημαντικό ότι για τον διαγωνισμό, που ο Τσίπρας κόμισε στη ΔΕΘ ως το πιο αστραφτερό του τρόπαιο, ο Πάνος Καμμένος είχε διατυπώσει δημοσίως ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις.

Η κουμπαροκτόνος εξωστρέφεια του υπουργού Αμυνας δεν είχε μόνο χολή. Είχε και ωμές αιτιάσεις για την προέλευση και την ίδια την ύπαρξη των χρημάτων που προσέφερε στον διαγωνισμό για τις άδειες η πλευρά Καλογρίτσα. Το περίεργο δεν είναι ότι η κυβέρνηση έσπευσε να κλείσει την εκκρεμότητα, ανακοινώνοντας ότι όλοι οι πλειοδότες πέρασαν καθαροί τον έλεγχο «πόθεν έσχες». Ούτε ότι έκρινε σκόπιμο να στενέψει τον έλεγχο, περιορίζοντάς τον μόνο στο ποσό της πρώτης δόσης. Το περίεργο είναι ότι η κυβέρνηση είναι ακόμη σε θέση να κλείνει τέτοιες «εκκρεμότητες» σιωπηρά.

Πώς μπορεί να περνά χωρίς απάντηση και χωρίς διερεύνηση κάτι που ακούγεται τόσο βαρύ; Πώς ο Καμμένος μπορεί αμέριμνος να είναι ταυτόχρονα και εταίρος και καταγγέλλων;

Η επιστήμη δεν σηκώνει τα χέρια ψηλά. Η επιστήμη έχει επινοήσει έναν όρο που θα μπορούσε να εξηγεί το φαινόμενο: κανονικοποίηση παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Αυτό που κάποτε θα συνιστούσε σκάνδαλο με υπαρξιακές συνέπειες για την κυβέρνηση, έχει διά της επαναλήψεως ενσωματωθεί στη ρουτίνα της συμβίωσης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Μέχρι και ο Τύπος, μέχρι και η αντιπολίτευση έχουν συνηθίσει την αστασία Καμμένου που μετά πνίγεται στις συντροφικές αγκαλιές των συνεταίρων του και ξεχνιέται. Ξεχάστηκε, ας πούμε, το «ή εγώ ή αυτός» για τον Μουζάλα. Είχαν πολύ πιο εύκολα ξεχαστεί οι κατηγορίες Καμμένου κατά του Δημήτρη Γιαννακόπουλου από το βήμα της Βουλής.

Μπαίνοντας στον πειρασμό ψυχοπολιτικών αναλύσεων, πολλοί στοιχημάτιζαν ότι ο Καμμένος αργά ή γρήγορα θα αποδεικνυόταν ο αδύναμος κρίκος της κυβέρνησης. Ο συνδυασμός της πολιτικής του καταγωγής, της πολιτικής του κουλτούρας και του ταμπεραμέντου του, υποτίθεται ότι τον καθιστούσαν αβέβαιο σύμμαχο για τον Τσίπρα. Μέχρι στιγμής, συμβαίνει το αντίθετο. Οσο άγριες κι αν ήταν οι –σπάνιες –διαφωνίες τους, απορροφήθηκαν χωρίς να αφήσουν ουλές.

Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι όσο περνάει ο καιρός οι εταίροι μοιάζουν ολοένα και περισσότερο. Οχι φυσιογνωμικά –αν και ο διατροφολόγος του Καμμένου έχει κάνει εκπληκτική δουλειά. Αλλά στο ύφος. Σε αυτά τα «νταβατζιλίκια», τα «τζάμπα, αγόρι μου» που βγήκαν από το στόμα του Τσίπρα σαν αντίλαλος του καμμενικού ιδιώματος. Στα αισθήματά του για τους δημοσιογράφους που ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να κρύψει όταν τους ρωτούσε σαρκαστικά αν οι άλλοι άνεργοι «είχαν μάνα».

Σε αυτή την πιο πηγαία του στιγμή έβλεπες Τσίπρα. Αλλά άκουγες Καμμένο.