Μνήμη Μάρης Θεοδοσοπούλου

Των ανθρώπων δηλαδή. Θα αισθανόσουν πως κάτι άλλαξε προς το καλύτερο αν από τα μέσα προς το τέλος Μαΐου, με αποκορύφωμα τις αρχές Ιουλίου, σταματούσε να ακούγεται η ερώτηση «Πού θα πάτε το καλοκαίρι;» ή «Πόσο καιρό θα λείψετε;». Για να αντικατασταθούν οι δύο αυτές ερωτήσεις από τον Δεκαπενταύγουστο και μετά με την ερώτηση «Περάσατε καλά;». Ενώ είναι σίγουρο ότι κανείς δεν λέει την αλήθεια και ότι όλοι ή κάτι κρύβουν ή το εμφανίζουν όπως θα ήθελαν να είναι. Ταυτόχρονα, αυτοσχεδιάζοντας εμφανίζουν αδιάσειστα στατιστικά στοιχεία ως προς το ποια είναι τα πραγματικά ενδιαφέροντα των ανθρώπων το καλοκαίρι ή προς τα πού στρέφονται οι επιλογές τους.

Σάμπως οι ερωτήσεις πριν και μετά τις διακοπές να αποτελούν το απαύγασμα μιας αυθεντικής και αυτοσχέδιας ειλικρίνειας και να μην πρόκειται για μια ειλικρίνεια που «θάλλει» στα χείλη του καθενός έπειτα από μια μακρά διαδικασία παγιωμένης πια σε ένα είδος ψυχαναγκασμού.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσα ακριβώς χρόνια αριθμεί για τους Ελληνες τουλάχιστον αυτή η ψύχωση όσον αφορά το καλοκαίρι, ή αν μια αντίστοιχη συμπεριφορά σε παγκόσμιο πια επίπεδο έκανε τον Ουμπέρτο Εκο να πει ότι «τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις». Την πλέον ευθύβολη διατύπωση μιας πικρότατης αλήθειας ότι, ενδέχεται, οι ειδήσεις τους υπόλοιπους έντεκα μήνες να είναι σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένες, αφού θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, καθώς τα γεγονότα που τις δημιουργούν προϋποθέτουν μια εργολαβική αντίληψη της ιστορίας.

Μια διατύπωση που σε συνδυασμό με μιαν άλλη καίριας ευθυβολίας παρατήρηση –όπως πάντα –στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββατοκύριακου, του Δημοσθένη Κούρτοβικ, ότι «τα δυστυχήματα φαίνεται πως έχουν μια προτίμηση για το καλοκαίρι που, συν τοις άλλοις, ευνοεί και τις ματσαραγκιές εκείνες οι οποίες αυξάνουν εκθετικά τον αριθμό των τροπολογιών στα θερινά τμήματα της Βουλής», δίνει το μέτρο όσον αφορά την υπανάπτυξη της έννοιας καλοκαίρι, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Αφού υπάρχουν άνθρωποι –εκατομμύρια καταπώς φαίνεται –που δεν τους ενδιαφέρει αν υπάρχει το ενδεχόμενο να λογαριαστούν ως λιγότερο νοήμονες ή ως εντελώς αναίσθητοι, για να καταπίνουν ό,τι υποτίθεται πως θα τους εξόργιζε ή έστω θα τους θύμωνε στη διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης.

Συνδυασμένο επιπλέον για όλους αυτούς το καλοκαίρι με μια ανεξάντλητη αίσθηση ελευθερίας, σε κάνει να απορείς πώς είναι δυνατόν να μην αναρωτιούνται όλοι τους για κάτι πάρα πολύ απλό: τι είδους ελευθερία είναι αυτή όταν σε εκθέτει στους άλλους πως ό,τι κάνεις τους έντεκα μήνες του χρόνου το κάνεις μάλλον καταχρηστικά, για να περιμένεις με τόση λύσσα τον Αύγουστο; Και, επιπλέον, πώς είναι δυνατόν η υποθήκευση της ελευθερίας σου, σε σχέση με τον τρόπο που τη βιώνεις τον μήνα Αύγουστο, για ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα όπως αυτό των υπόλοιπων έντεκα μηνών, να μην έχει ως συνέπεια ένα άτομο κοινωνικά και πνευματικά επικίνδυνα ακρωτηριασμένο;