Ο Τζον Λε Καρέ σε ενάμιση μήνα θα κλείσει τα 85. Κατά καιρούς έχει δημοσιεύσει αρκετά αυτοβιογραφικά κείμενα, είναι ωστόσο η πρώτη φορά που αποφάσισε να γράψει μια πλήρη αυτοβιογραφία, η οποία κυκλοφορεί εντός των ημερών στη Βρετανία.

Σε μια πρόγευση που έδωσε η εφημερίδα «Γκάρντιαν», ο συγγραφέας που έχει αποτυπώσει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, γράφει για την αγάπη του για το γράψιμο, για την αρκετά δύσκολη παιδική του ηλικία, για τους διάσημους ανθρώπους που συνάντησε και που δεν διστάζει, αν πρέπει, να τους απομυθοποιήσει.

Γράφει λ.χ. στο βιβλίο ο Λε Καρέ (κατά κόσμον Ντέιβιντ Κόρνγουελ) για τον πατέρα του Ρόνι που τον έδερνε, που ήταν φαντασιόπληκτος και έκανε καμιά φορά και φυλακή, αλλά και για τη μητέρα του –που έτρωγε ακόμα περισσότερο ξύλο –που εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ντέιβιντ ήταν μόλις πέντε, στερώντας του τη γονεϊκή τρυφερότητα και στοργή. Λέει κάπου: «Σήμερα δεν θυμάμαι να αισθάνθηκα οποιαδήποτε στοργή στα παιδικά μου χρόνια, εκτός από τον μεγάλο μου αδελφό, ο οποίος για ένα διάστημα ήταν ο μόνος γονιός μου».

Ο Τζον Λε Καρέ εργάστηκε ως κατάσκοπος ένα διάστημα, κυρίως στην MI6. Από εκεί άντλησε εικόνες και εμπειρίες που έθρεψαν το έργο του. Δηλώνει πάντως επίμονα ότι υπήρξε «συγγραφέας που συνέβη κάποτε να είναι κατάσκοπος» και όχι «ένας κατάσκοπος που το γύρισε σε συγγραφέας». Λατρεύει το γράψιμο, και μάλιστα σε σημειωματάρια οπουδήποτε του έρθει η διάθεση, σε καφέ, τρένα, την ώρα ενός περιπάτου. Δεν χρησιμοποιεί λάπτοπ και γενικά υπολογιστή, προτιμάει την παλιά συνήθεια του γραψίματος με το χέρι.

Με τη Μάργκαρετ Θάτσερ

Ο Τζον Λε Καρέ περιγράφει στο βιβλίο του με λεπτομέρεια τις προσωπικές έρευνες και τα αναρίθμητα ταξίδια που έκανε στο πλαίσιο των συγγραφικών αναζητήσεών του. Συνάντησε και αρκετές διασημότητες όπως και πανίσχυρους ανθρώπους, για τους οποίους επίσης μιλάει ανοιχτά και αναλυτικά. Τη Μάργκαρετ Θάτσερ πάντως δεν την είδε με δική του πρωτοβουλία, στο πλαίσιο κάποιας έρευνας. Τον προσκάλεσε εκείνη σε δείπνο το 1982, αφού πρώτα εκείνος είχε αρνηθεί κάποια κρατική διάκριση. Δεν την είχε ψηφίσει. Εκείνος μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή και δεν έχασε την ευκαιρία να της πει κάτι για την παλαιστινιακή υπόθεση. Η Θάτσερ όμως εκφράστηκε απαξιωτικά για τους Παλαιστινίους με το επιχείρημα ότι είχαν εκπαιδεύσει τους βομβιστές του ΙRΑ, οι οποίοι είχαν σκοτώσει έναν φίλο της.

Ο Λε Καρέ χτυπάει αλύπητα τον Κιμ Φίλμπι, τον βρετανό κατάσκοπο και δημοσιογράφο του «Ομπζέρβερ» που αυτομόλησε στη Μόσχα και κατέδωσε εκατοντάδες πράκτορες στους Σοβιετικούς. Αντίθετα, εκφράζει συμπάθεια για τον Εντουαρντ Σνόουντεν. Η σχέση του με την κατασκοπεία προϋπήρξε της επίσημης συγγραφικής ιδιότητάς του. Γι’ αυτό αρχικά έγραφε με ψευδώνυμο, επειδή δούλευε ακόμα στην αντικατασκοπία. Ωστόσο μετά την τεράστια διεθνή επιτυχία του τρίτου του βιβλίου «Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το κρύο», άφησε κάθε άλλη δραστηριότητα για να αφοσιωθεί στο γράψιμο, εντούτοις δεν μπορούσε πια να γράψει παρά με το ψευδώνυμο που τον έκανε γνωστό. Πολύ αργότερα, πάντως, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είχε επικρίνει το ΝΑΤΟ λέγοντας ότι πλέον δεν έχει λόγο ύπαρξης και ότι με την παρουσία του διαιρεί την Ευρώπη καθώς πρέπει πια να υπάρξει επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία.

Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας «The Pigeon Tunnel» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Penguin) αναφέρεται σε μια εικόνα της εφηβικής του ηλικίας που τον σημάδεψε. Ο Λε Καρέ είχε επισκεφθεί με τον πατέρα του μια αθλητική λέσχη στο Μόντε Κάρλο. Απελευθέρωναν περιστέρια μέσα από τούνελ τα οποία, μόλις έβγαιναν να πετάξουν στον μεσογειακό ουρανό, τα πυροβολούσαν. Οσα επιζούσαν επέστρεφαν στην ταράτσα του καζίνου και ξαναστέλνονταν στα τούνελ.

Σήμερα, ύστερα από δύο γάμους, είκοσι μυθιστορήματα και μια ζωή γεμάτη, ο Λε Καρέ επ’ ουδενί θέλει να υποδυθεί κάτι που δεν υπήρξε: «Δεν υπήρξα ούτε μοντέλο συζύγου ούτε μοντέλο πατέρα και δεν με ενδιαφέρει να παριστάνω κάτι τέτοιο» λέει. Ως πατέρας πάντως της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας της ψυχροπολεμικής εποχής, υπήρξε σίγουρα υποδειγματικός.

Για τον Ρούπερτ Μέρντοκ

Ο Τζον Λε Καρέ στο βιβλίο του «κατεδαφίζει» τον μεγιστάνα – εκδότη Ρούπερτ Μέρντοκ. Λέει ότι το 1991 που τον είδε στα ιδιαίτερα του εστιατορίου Savoy Grill (έπειτα από αίτημα του ίδιου του συγγραφέα, στον οποίο οι «Τάιμς» αναφέρονταν με περισσή ειρωνεία) του φάνηκε πιο κοντός από την προηγούμενη φορά αλλά πιο εριστικός και περιγράφει απολαυστικά τον τρόπο που βάδιζε και στεκόταν.

«Η κλίση του κεφαλιού σε σχέση με το σώμα του είναι πιο χαρακτηριστική απ’ ό,τι θυμόμουν και όταν σμίγει τα φρύδια προσφέροντάς μου το ολοφώτεινο χαμόγελό του, έχω την παράξενη αίσθηση ότι με σημαδεύει. Καθήσαμε, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Πρόσεξα –πώς να μην προσέξω; –την αγχωτική συλλογή δαχτυλιδιών στο αριστερό του χέρι. Παραγγείλαμε το φαγητό και ανταλλάξαμε κάποιες κοινοτοπίες. Ο Ρούπερτ είπε ότι λυπάται για όσα γράφτηκαν για μένα». Επειτα θυμάται ότι ξαφνικά ο Μέρντοκ τον ρώτησε ποιος σκότωσε έναν άλλο μεγιστάνα και βαρόνο των μίντια, τον Ρόμπερτ Μάξγουελ, και όταν ο συγγραφέας του είπε ότι δεν ήξερε αλλά ότι θα μπορούσε να υποπτευθεί τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, εκείνος διέκοψε σχεδόν αμέσως το γεύμα και έφυγε – κράτησε, δεν κράτησε 25 λεπτά.

Ο βρετανός συγγραφέας που κατά καιρούς έχει επικρίνει και την πρόσδεση της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής στο άρμα των ΗΠΑ, στο βιβλίο του εκτοξεύει βέλη και κατά του Χόλιγουντ: «Κανείς δεν θάβει καλύτερα από το Χόλιγουντ». Και περιγράφει μια σειρά συναντήσεων με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Φριτς Λανγκ και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί με ενθουσιασμό να κάνουν τα βιβλία του ταινίες, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μάλλον υπερβολική δείχνει πάντως αυτή η έκφραση πικρίας, αν σκεφτεί κανείς ότι πολλοί άλλοι συγγραφείς θα ζήλευαν τον αριθμό και την ποιότητα ταινιών για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση που βασίστηκαν στο έργο του.