Ο Πύρρος Δήμας σε όλη την καριέρα του δεν προπονούνταν. Δεν λάβαινε μέρος σε ενδιάμεσους αγώνες, πριν από τους Ολυμπιακούς. Ολη μέρα ήταν ξαπλωτός στον καναπέ, έβλεπε Μενεγάκη, έτρωγε κοψίδια και παντσέτες, έστρωνε μπιροκοιλιά και βαριόταν να πάει ώς το ψυγείο να πάρει παγάκια. Μόνο όταν ερχόταν η Ολυμπιάδα σηκωνόταν με δυσκολία, ταξίδευε βαριεστημένα και σερνόταν ώς το ταπί, σήκωνε τριακόσια κιλά έτσι για πλάκα, όπως ο Τάρας Μπούλμπα σήκωνε ψηλά ένα βαρβάτο άλογο, έπαιρνε τα χρυσά μετάλλια και μετά ξαναγύριζε στο ανάκλιντρο, αραχτός και λάιτ, αφοσιωμένος στη φαγοποτούρα ώς την επόμενη Ολυμπιάδα.

Το ίδιο σύστημα ακολουθούσε και η Κορακάκη. Τα πιστόλια τα αγόραζε μόνη της στη λαϊκή, κι όταν γύριζε από καμιά ευρωπαϊκή νίκη, κανείς της Ομοσπονδίας δεν την υποδεχόταν. Δεν προπονούνταν σε επίσημο σκοπευτήριο, δεν πλήρωνε για προπόνηση, ούτε αυτή ούτε το κράτος –είχε προπονητή τον πατέρα της, αμισθί βέβαια, αλληλέγγυο που λέμε, που έβαζε ο άνθρωπος κι από την τσέπη του. Και δεν προπονούνταν κανονικά, απλώς έφτιαξε μια παράγκα με κοντραπλακέ δίπλα στο σπίτι της και πυροβολούσε με αεροβόλο αυτοσχέδιους στόχους, όπως, πιθανώς, ένα μήλο, που το έβαζε ο πατέρας της στο κεφάλι του σε στυλ Γουλιέλμου Τέλλου, ή ένα άδειο κουτάκι κόκα κόλα πάνω σε ένα παλιό βαρέλι πετρελαίου. Και μετά πήγε κι αυτή στην Ολυμπιάδα του Ρίο και πήρε το χρυσό –τόσο απλά είναι τα πράγματα. Είναι το νέο στυλ προπόνησης για την Ολυμπιάδα που παράγει η Ελλάς και καλό είναι να το πατεντάρουμε και να το πουλήσουμε με ονομασία προέλευσης (όπως η φέτα) στους κουτόφραγκους, τους Αμερικανούς και τους Τζαμαϊκανούς, ώστε ακόμα και ο Μπολτ να γλιτώσει πια από τις επώδυνες προπονήσεις, εφόσον μπορεί να κάθεται όλη μέρα, να τρώει το καταπέτασμα και να πίνει μοχίτο ακούγοντας Μπομπ Μάρλεϊ, μέχρι να ‘ρθεί η επόμενη Ολυμπιάδα.

Τουλάχιστον κάπως έτσι προσπαθούν κάποιοι να φιλοτεχνήσουν (ή να «αποδομήσουν» με το μυαλό τους) τους ολυμπιονίκες, ίσως γιατί πιστεύουν πως με τις νίκες τους, τα χρυσά μετάλλια, τους εθνικούς ύμνους, τη συγκίνηση και τις αναφορές στην Ελλάδα δοξάζουν τη χώρα, άρα υπονομεύουν το ιερό όραμα του διεθνισμού α λα Καμμένο και Χαϊκάλη, τις αξίες του μαρξισμού α λα Τασία και πλήττουν τις επαγγελίες του Φίλη περί φραπεδοκρατίας και καρανικοποίησης της χώρας.

Είναι πια προφανές πως δεν μπορούν καν να κρατηθούν –ίσως θεωρούν πως οι ολυμπιονίκες, ως ήρωες και ενισχυτές του υπερεγώ των Ελλήνων (το ίδιο συμβαίνει σε κάθε χώρα), πρέπει να «αποδομηθούν» όπως ο Ζάλογγος, η Γενοκτονία των Ποντίων και ο Κολοκοτρώνης που δεν φέρθηκε τόσο τρυφερά στους Τούρκους στον συνωστισμό της Τριπολιτσάς όσο μας φέρθηκαν εκείνοι επί τετρακόσια χρόνια.

Κι επειδή, λοιπόν, οι εν λόγω δεν άντεχαν να βλέπουν τα ζωντανά, χρυσά μετάλλια να έρχονται και τον εθνικό ύμνο να ακούγεται, τα έβαλαν εμμέσως (για να τα ακούει η πεθερά) με τον Πύρρο Δήμα. Πού τον θυμήθηκαν; Είχαν, βέβαια, και το πρόσχημα ότι ο Δήμας πήγε με το ΠΑΣΟΚ χωρίς καν να ζητήσει την έγκριση του Παπαδημούλη. Λογικόν. Τέτοιο θράσος, τέτοια αναλγησία απέναντι στην απόλυτη αλήθεια εκ μέρους του Πύρρου, αποτελεί ύβριν. Αλλά τουλάχιστον αναδείχθηκαν από όλη αυτή την ιστορία το νέο στυλ προπόνησης βαρών κατ’ οίκον, στον καναπέ, και το «Εγχειρίδιο βολής με αεροβόλο σε παράγκα» της Κορακάκη. Συν τον Γιαννιώτη, που απλώς βρεχόταν επί τέσσερα χρόνια, κάθε καλοκαίρι στο Φάληρο, εις τον αφρόν της θάλασσας, ακίνητος, τ’ ανάσκελα, φορώντας μπρατσάκια, πριν πάει να πάρει το μετάλλιο. Να σκεφτείς ότι από τη βαρεμάρα του, για μια χεριά, έχασε και το χρυσό.

O Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας