Ο Τζόναθαν Κόου είναι καλός συγγραφέας. Πολύ καλός μάλιστα. Μπορεί τα μυθιστορήματά του να μην έχουν τη φινέτσα και τους ιριδισμούς της γραφής του Τζούλιαν Μπαρνς, το ψυχολογικό βάθος του Ιαν ΜακΓιούαν ή τον λεπτά ποιητικό ανθρωπισμό του Καζούο Ισιγκούρο (για να κάνω μια πρόχειρη σύγκριση με σύγχρονους ομοεθνείς του συγγραφείς), αντιπροσωπεύουν όμως κάτι που δυστυχώς λείπει από την ελληνική λογοτεχνία: ένα είδος μυθιστορήματος διαβαστερού, προσιτού σε όλους, με θέματα που ενδιαφέρουν όλους, αλλά χωρίς κολακεία των προσδοκιών και της αισθητικής του μέσου όρου. Ο Κόου έχει ανεπτυγμένη την τυπικά αγγλική αίσθηση του χιούμορ και της ειρωνείας, δύο στοιχεία αποστασιοποίησης που στα βιβλία του εμποδίζουν τη μελαγχολική, κριτική ματιά του στον σύγχρονο κόσμο να εκτραπεί είτε προς το κήρυγμα είτε προς ένα καταθλιπτικό γράψιμο. Το ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στην ελεγεία και τη σάτιρα και αυτό το εύκρατο μείγμα είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του ως συγγραφέα.

Το προ εξαετίας μυθιστόρημά του «Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου) διασκευάστηκε πρόσφατα σε ταινία, που προβάλλεται αυτό τον καιρό στους κινηματογράφους. Ουσιαστικά είναι συνέχεια της περιήγησης του Κόου στην Αγγλία της Θάτσερ και των επιγόνων της, με την απόλυτη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, αυτή τη φορά και με τα πρώτα συμπτώματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ο Κόου περιγράφει εδώ μια Αγγλία «αποαγγλισμένη», αποβιομηχανοποιημένη, κοινωνικά αποδιαρθρωμένη, αποξενωμένη από τις παραδόσεις της, απρόσωπη –μια Αγγλία που θα μπορούσε να είναι σχεδόν οποιοδήποτε σημείο στη φρακταλική εικόνα του κόσμου που γέννησε η παγκοσμιοποίηση. Τόσο πιο ενδιαφέρον για ένα διεθνές κοινό κάνει αυτό την ιστορία του (να και ένα θετικό της παγκοσμιοποίησης!).

Ο μεσήλικος Μάξουελ Σιμ είναι ένας εντελώς συνηθισμένος άνθρωπος της εποχής μας, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, με βαρετή προσωπικότητα, μεγάλο έλλειμμα συναισθηματικής νοημοσύνης (γι’ αυτό και επιρρεπής στις γκάφες), ανίκανος να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τους άλλους, ακόμη και με τον εαυτό του –προπαντός με τον εαυτό του. Χάρη στην τακτική του συγγραφέα μάς γίνεται ωστόσο συμπαθής. Εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του και τη μικρή κόρη του, διαρκώς από τότε στο μεταίχμιο της κατάθλιψης, αναλαμβάνει να λανσάρει οικολογικές οδοντόβουρτσες μιας μικρής επιχείρησης και καλείται να διασχίσει με αυτοκίνητο τη Βρετανία από Νότο προς Βορρά, με τελικό προορισμό τα νησιά Σέτλαντ. Περνώντας μέσα από τα αστικά τοπία της Αγγλίας, αλλού ρημαγμένα και αλλού ισοπεδωτικά «εκσυγχρονισμένα» (σαν καθρέφτης του εαυτού του) ξανασυναντάει ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του και γνωρίζει επίσης καινούργια πρόσωπα. Λίγο λίγο ανασυνθέτει το παρελθόν του και εμφανίζεται η ακτινογραφία της αποτυχίας του στη ζωή, με σταθερό μοτίβο την αδυναμία του για επικοινωνία –οξεία μορφή της αδυναμίας ενός ολόκληρου κόσμου, όπου όσο η τεχνολογία πολλαπλασιάζει τα μέσα επικοινωνίας τόσο η επικοινωνία εκλείπει. Ματαιωμένος, μπερδεμένος, παραιτημένος, ο Μάξουελ Σιμ οδεύει προς την κατάρρευση. Αλλά…

Το μυθιστόρημα έχει και ένα εντελώς διαφορετικό δίδαγμα, που δεν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα και σίγουρα δεν θα του άρεσε. Το δίδαγμα αυτό είναι πόσο κινδυνεύει ένας μυθιστοριογράφος της κατηγορίας του Κόου να παρασυρθεί είτε στη ζαχαρένια ευκολία του ρομάντζου είτε σε μια αδέξια, κομπλεξική προσπάθεια να αποδείξει ότι μπορεί να γράφει και πιο «προχωρημένη» λογοτεχνία. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Κόου κάνει –αν είναι δυνατόν! –και τα δύο λάθη. Η τελική τροπή είναι αφόρητα γλυκερή, εκτός από παρατραβηγμένη, και συρρικνώνει τον νοηματικό πλούτο της ιστορίας, ενώ αμέσως έπειτα έρχεται μια παρωχημένη, αψυχολόγητη και τελείως άσκοπη σε αυτό το πλαίσιο μεταμοντερνιά, όπου ο συγγραφέας εξαερώνει τον ήρωά του. Κρίμα, γιατί όσα προηγήθηκαν άξιζαν ένα σοφότερο κλείσιμο.