Μνήμη Δ.Ν. Μαρωνίτη

Θα ήταν αδικία για έναν δημιουργό όπως ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, που πρωταγωνιστούσε με τον τρόπο του σχεδόν καθημερινά στη δημόσια ζωή της χώρας –γεγονός που συνέβη και με την αποχώρησή του -, στον έναν μήνα από τον θάνατό του να μην υπάρξει ένας επιπλέον λόγος. Τόσο περισσότερο –δικαιολογημένα άλλωστε –που θα φαινόταν αδιανόητο και στον ίδιο ο καίρια πληθωρικός λόγος των ημερών τής αποδημίας του να μην έχει μια λογική παρατεταμένη συνέχεια.

Η άκρως –αν μπορεί να ειπωθεί –πετυχημένη κηδεία του Μαρωνίτη, σε σχέση με το κλίμα που διαμόρφωσε, θα μπορούσε να εκληφθεί ταυτόχρονα ως αναγνώριση μιας ανθρώπινης μορφής που τείνει να εκλείψει, αν δεν έχει ήδη εκλείψει, οριστικά στους καιρούς μας. Εννοούμε τον συγκερασμό ενός υποδειγματικού πνευματικού βίου –όσον αφορά τη φιλοπονία, την αφοσίωση, την πολυμέρεια και το δημιουργούμενο αποτέλεσμα στον χώρο της φιλολογικής εξειδίκευσης –με μια έμφυτα αναρχική συγκρότηση που είχε ως συνέπεια να δημιουργείται ένα ζιζάνιο με ακραία συχνά συμπεριφορά, δημόσια και ιδιωτική.

Στους καβγάδες και στις συγκρούσεις του, παρά το τραχύ και αντιπνευματικό λεκτικό ιδίωμα με το οποίο τους «στόλιζε», θ’ αναγνώριζες έναν βαθιά συναισθηματικό και πληγωμένο άνθρωπο. Σχεδόν τρυφερό, αν και αυτή η ιδιότητά του δεν είχε την εντελώς ιδιαίτερη διατύπωση και εφαρμογή της. Με την έννοια πως όσο πιο επιθετικός γινόταν τόσο περισσότερο τον καταλάβαινες έτοιμο να υποχωρήσει ή να συγκινηθεί μέχρι δακρύων. Κατά βάθος θα έλεγες πως επρόκειτο για μια ρύθμιση των κανόνων του λογοτεχνικού και γενικότερα του καλλιτεχνικού «παιχνιδιού», από πλευράς του τουλάχιστον, με όρους που προϋποθέτουν την αντιδικία ή ακόμη και τη συμπλοκή, αν δεν τις επιβάλλουν κιόλας.

Εν πάση περιπτώσει, όσο κι αν αρνείται κανείς στις ανθρώπινες σχέσεις τη σημασία μιας καλά οργανωμένης έκρηξης σαν το αντίπαλον δέος μιας διευθέτησης που γίνεται στα μουλωχτά, αναμφισβήτητα η άγνωστη κατάληξη που επιφυλασσόταν ακόμη και σε μια τυχαία συνάντηση με τον Μαρωνίτη –ενώ περίμενες μια θαλερή συμφωνία, μπορούσε να προκύψει «σκοτωμός» –απέπνεε μια τρομερή αίσθηση υγείας. Ακριβώς επειδή δεν αισθανόταν την ανάγκη να προφυλάξει, πάση θυσία, την εικόνα που θα όφειλε να διατηρεί σύμφωνα με τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές και συμπεριφερόταν όπως ο καθημερινός άνθρωπος, που δεν του έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά να διεκδικεί την πεζοδρομιακή δάφνη, με το να σηκώνει τα μανίκια ψηλά, γι’ αυτό ακριβώς συνιστά κάτι χωρίς προηγούμενο στην Ελλάδα.

Αφού στην αντίστοιχη περίπτωση του καβγατζή Κώστα Ταχτσή, δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε πως ο δημιουργός του «Τρίτου στεφανιού» είχε κάψει για τα καλά τη γούνα του ώστε να μη σκοτίζεται για τίποτε. Ενώ ο μεταφραστής της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» ως πανεπιστημιακός δάσκαλος που ήταν θα όφειλε να φροντίζει να μη σπάζει τα αβγά. Κι έκανε ακριβώς το αντίθετο.