Θα ήθελε να ρωτήσει και να μάθει κανείς, αισθανόμενος μια μικρή μορφή ευτυχίας σε περίπτωση που το ποσοστό είναι υψηλό, ποια είναι η απόδοση της αναζήτησης ηλικιωμένων που έχουν εξαφανιστεί, όπως την πληροφορείται από τις οθόνες τηλεοράσεων που έχουν στηθεί σε πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας. Κυρίως στους σταθμούς και στις αποβάθρες του μετρό, με τον μετακινούμενο κόσμο να κατακλύζει τόσο ασφυκτικά τις τελευταίες –τις απογευματινές και μεσημεριανές ώρες –ώστε συχνά να προτιμάς να περιμένεις τον επόμενο συρμό παρά να στριμωχτείς στον διερχόμενο με τους σαρδελοποιημένους επιβάτες. Με αποτέλεσμα οι φωτογραφίες των ηλικιωμένων που έχουν εξαφανιστεί, στις αποβάθρες τουλάχιστον, να μεταβάλλονται με την υποχρεωτική αναμονή σε αντικείμενο μιας άλλοτε ασύνειδης και άλλοτε ενδελεχούς μελέτης, όχι τόσο για το αν ο εικονιζόμενος ηλικιωμένος κάτι σου θυμίζει όσο για να φτιάξεις εσύ ο ίδιος ένα προσωπικό αφήγημα. Ποια δηλαδή υπήρξε η ζωή του ηλικιωμένου, ποιες να ήταν άραγε οι σχέσεις του με τα παιδιά του, αν είχε ποτέ φανταστεί, ενώ είχε ακόμα τα μυαλά του τετρακόσια ότι θα έπαιρνε κάποια στιγμή τη θέση του ανθρώπου που τον είχε κάνει να μελαγχολήσει ενώ τον παρατηρούσε στην οθόνη, έχοντας μέσα του απευχηθεί ή χτυπώντας ξύλο στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας δημοσιότητας.

Οπως ακριβώς στα νεκροταφεία αισθάνεσαι πως έχεις έρθει στη ζωή για να αντικαταστήσεις όσους, αν και διαβάζεις τα ονόματά τους, δεν σου λένε τίποτα απολύτως, το ίδιο ακριβώς στις αποβάθρες του μετρό –υπόγειες καθώς είναι και αυτές όπως οι τάφοι, με το θέμα της ευρυχωρίας των πρώτων σε σχέση με τους δεύτερους να είναι εντελώς σχετικό –με βεβαιότητα θα αποφαινόσουν πως, όσο κι αν τρομάζεις, παραμένεις ένας υποψήφιος προς αναζήτηση από τους οικείους ή τους φίλους σου –αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι φίλοι. Σε σημείο που να σκέφτεσαι ότι δεν αποκλείεται, όσοι είχαν την πρωτοβουλία γι’ αυτόν τον παρήγορο κοινωνικά τρόπο αναζήτησης των ηλικιωμένων, να είχαν κατά νου και κάτι ακόμα: να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι ενδέχεται να χαθείς μέσα στον κόσμο, καθώς η απώλειά σου δεν θα περάσει απαρατήρητη και για κάποιες ώρες, ή και μέρες ακόμη, το πρόσωπό σου θα θυμίζει πως είσαι κάποιος που πραγματικά υπήρξε.