Πλήρης σχεδόν ημερών, δραστήριος και κοινωνικός μέχρι το τέλος, με έργο μακράς πνοής, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης ενσάρκωσε το «Δεν άνθισαν ματαίως» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Οι ερχόμενες γενιές θα τον ανακαλύπτουν στις σελίδες του. Ανατρέχοντας δε στη βιογραφία του, θα μαθαίνουν ότι στη δύσκολη στιγμή ο Μαρωνίτης δεν βίωσε λάθρα. Δεν παρέστησε τον αναχωρητή ή τον εύθραυστο διανοούμενο. Ορθωσε το ανάστημά του και υπερασπίστηκε τη δημοκρατία. Και πλήρωσε στο ακέραιο το κόστος της στάσης του. Ο Μαρωνίτης έλεγε πάντοτε ευθαρσώς ό,τι ένιωθε και ό,τι εννοούσε. Και εννοούσε ό,τι έλεγε.

Επόμενο ήταν –με την αναγγελία του θανάτου του –να αρχίσουν οι αφορισμοί: «Εφυγε ο τελευταίος Μεγάλος». «Φτωχύναμε οριστικά». «Ανυδρη πλέον έρημος η πνευματική Ελλάδα» είναι κάποιες από τις φράσεις που διάβασα σε εφημερίδες και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο ίδιος ο Μαρωνίτης θα μειδιούσε σαρκαστικά και θα με πληροφορούσε ότι τα ίδια, με την ίδια μεγαλοστομία, είχαν ειπωθεί και όταν πέθανε ο Σεφέρης. Και όταν εξεδήμησε ο Γ.Π. Σαββίδης. Και όταν «άρχισε» –κατά τη δική του έκφραση –«το ταξίδι προς τα άστρα ο Μάνος Χατζιδάκις».

«Εάν έπαιρνες τοις μετρητοίς τους επικήδειους, θα πίστευες ότι η ποίησή μας τέλειωσε ουσιαστικά το 1857 με τον Σολωμό. Ο πεζός λόγος με τον Παπαδιαμάντη –“όλα τα είπε ο κοσμοκαλόγερος…” δογματίζουν εκείνοι που δεν έχουν τίποτα να πουν. Η αρχιτεκτονική με τον Πικιώνη. Γέλασα όταν ένας κριτικός, ο οποίος είχε βαρύγδουπα αναγγείλει με τον θάνατο του Κουν το τέλος του ελληνικού θεάτρου, το ανήγγειλε ξανά, με τις ίδιες ακριβώς φράσεις, όταν πέθανε ο Λευτέρης Βογιατζής. Θα το αναγγείλει και για τρίτη φορά, μόλις του δοθεί αφορμή…».

«Διερχόμαστε πάντως καιρούς παρακμής –αυτό δεν το αρνείσθε».

«Τρίχες! Τη δεκαετία του 1970 μπορεί να μην υπήρχαν “Μπιγκ Μπράδερ” και τάλεντ σόου, ο κόσμος όμως ήταν κολλημένος στον “Αγνωστο Πόλεμο”. Οι ιαχές των οπαδών του Παναθηναϊκού –που με τις ευλογίες, ίσως και με τα μαύρα λεφτά, της χούντας κάλπαζε προς το Γουέμπλεϊ –κάλυπταν απολύτως τις οιμωγές των κρατουμένων στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ο Σεφέρης και ο Ελύτης πόσο νομίζεις ότι πουλούσαν πριν από τα Νομπέλ; Μετά βίας διακόσια αντίτυπα. Οι επιθεωρησιογράφοι στη μεταπολεμική Αθήνα έκαναν το κοινό τους να ξεκαρδίζεται χλευάζοντας δυό “ψευτοποιητές”: Τον “Μπισμπιρίκο” και τον “Δισεγγονόπουλο”…

Σε ένα καμαράκι, από την άλλη, των εκδόσεων Γκοβόστη, ο Αρης Αλεξάνδρου με τις συμβουλές του Γιάννη Ρίτσου μετέφραζε αριστουργηματικά τον Ντοστογέφσκι. Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ανέβαινε ό,τι πρωτοποριακό γραφόταν τότε διεθνώς, Τενεσί Ουίλιαμς, Μπέκετ και Ιονέσκο. Σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε ίσως χωριό της χώρας, ένας τουλάχιστον δάσκαλος –με δυσμενή συνήθως μετάθεση, υπό συνθήκες γενικής καχυποψίας –έδινε στα παιδιά τα φώτα. Η σημαντική τέχνη είναι στο μεδούλι της λαϊκή. Σπανίως όμως ξεκινά ως εκλαϊκευμένη.

Και σήμερα, όπως πάντα, παρά την ευτέλεια που επικρατεί στην επιφάνεια, παρά τον χυδαίο συχνά λόγο της εξουσίας, παρά την άγονη πόζα των σοφολογιότατων, γράφονται εξαιρετικά βιβλία, σκηνοθετούνται σπουδαίες παραστάσεις, συνθέτονται εξαίσιες μουσικές. Το ωραίο το ψάχνεις. Δεν σου σερβίρεται στο πιάτο.

Δεν με ανησυχεί ιδιαίτερα ο θάνατός μου –το κενό που αφήνω. “Ενας ένας φεύγουν…” τα βάφει μαύρα ο νεκροθάφτης. “Ενας ένας έρχονται!” του απαντάει ο μαιευτήρας».

«Ουδείς αναντικατάστατος λοιπόν;».

«Καθένας μας είναι μοναδικός. Ούτε αντικαθίσταται ούτε επαναλαμβάνεται. Μα όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες. Κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, θα βγαίνουν μαθητάδες».