Κάθε κυβέρνηση έχει δικαίωμα να απαντά σε εναντίον της αιτιάσεις, πολιτικού ή θεσμικού χαρακτήρα, με παροχή της δικής της ερμηνείας. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι αυτό που έχει αναγάγει σε μέθοδο η παρούσα ελληνική κυβέρνηση: να απαντά στην αλήθεια με ψέματα ή με παραπληροφόρηση.

Τελευταίο αλλά, φοβούμαι, όχι ύστατο παράδειγμα: η έγκληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πολλαπλές παρανομίες κατά τη διαχείριση του φάσματος ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, θεωρώντας μη συμβατό με τις δεσμευτικές κοινοτικές αρχές τον νόμο (4339/2015) και μη ικανοποιητικές τις αρχικές εξηγήσεις της κυβέρνησης, να κινήσει επίσημα τη διαδικασία κατά της χώρας μας. Στην 29σέλιδη από 16 Ιουνίου επιστολή του αρμόδιου επιτρόπου, θεωρεί χωρίς δισταγμούς ότι με το νέο νομοθετικό πλαίσιο η κυβέρνηση δεν εξασφαλίζει ή μειώνει την ανεξαρτησία της Ελληνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η οποία είναι κατοχυρωμένη και στο ελληνικό Σύνταγμα και στο κοινοτικό δίκαιο.

Αυτή η παράνομη περιστολή γίνεται, κατά την Επιτροπή, με διάφορους τρόπους. Μέσω της πίεσης που ασκήθηκε στα μέλη της ΕΕΤΤ όταν ζητήθηκε, για λόγο που η Επιτροπή θεωρεί πρόφαση, η παραίτησή τους. Μέσω της απάλειψης της ρητής εγγύησης ότι η ΕΕΤΤ ενεργεί ανεξάρτητα και ότι απαγορεύεται να ζητά ή να λαμβάνει οδηγίες από την κυβέρνηση –η Επιτροπή καταλήγει ότι εν τοις πράγμασι συντελέστηκε τέτοια «καθοδήγηση». Μέσω της σύστασης παρόχου τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης που ανήκει και ελέγχεται πλήρως από το κράτος. Μέσω εξουσιοδότησης του υπουργού να τροποποιεί μονομερώς και ανεξέλεγκτα τον χάρτη συχνοτήτων. Μέσω «μη αναλογικής» τροποποίησης των δικαιωμάτων χρήσης που είχαν εκχωρηθεί το 2014. Μέσω της ανάθεσης όλης της πειθαρχικής διαδικασίας κατά των μελών της ΕΕΤΤ στον υπουργό και, άρα, της δυνάμει σύνδεσης πειθαρχικής δίωξης με την άσκηση των καθηκόντων τους. Με τη μη παροχή στην ΕΕΤΤ των μέσων για να ασκήσει ορθά τα καθήκοντά της: ο προϋπολογισμός της δεν εγκρίνεται, ενώ ο νόμος θέτει προϋποθέσεις που η ρυθμιστική Αρχή είναι αδύνατο να τηρήσει.

Η απαρίθμηση όλων αυτών των λόγων γίνεται για να κατανοηθεί η σοβαρότητα των παραβιάσεων. Απέναντι στις οποίες ο υπουργός Επικρατείας βρήκε μόνο να απαντήσει ότι «δεν έχουν σχέση με τη διαδικασία των αδειών», παραλείποντας να πει αν συνιστούν ή όχι κάμψη ανεξαρτησίας. Κατηγορούμενη για σοβαρότατες παρανομίες, η κυβέρνηση «καθαρίζει» παραπέμποντας σε άλλα ζητήματα –προφανώς εκείνα που έχουν πιο άμεση σχέση με τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες και με τις αντισυνταγματικές και αντικοινοτικές επεμβάσεις σε ακόμη μία ανεξάρτητη Αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Οταν έρθουν οι νέες καταγγελίες, είναι παραπάνω από πιθανό η κυβέρνηση να απαντήσει με τον ίδιο δημοκρατικά άψογο τρόπο.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος