Ακόμη και τα συμπληρωμένα 93 χρόνια του Ιβ Μπονφουά (γεννήθηκε στην Τουρ της Γαλλίας στις 24 Ιουνίου του 1923 και πέθανε την περασμένη Παρασκευή στο Παρίσι) μπορεί να λογαριαστούν ως ένας σύντομος χρόνος, αν αναλογιστεί κανείς το έργο που κατέλιπε: έντεκα ποιητικά βιβλία, δεκατέσσερα βιβλία με μελέτες και δοκίμια, μεταφραστής δεκαπέντε θεατρικών έργων του Σαίξπηρ στα γαλλικά (αλλά και μελετητής του), καθώς και μεταφραστής ποιητών όπως ο Πετράρχης, ο Γέιτς και ο Λεοπάρντι. Το βιογραφικό του συμπληρώνεται, άλλοτε για σύντομο κι άλλοτε για μακρύτερο χρονικό διάστημα, με την έκδοση δύο περιοδικών, του «La Revolution la Nuit» και «L’ Ephémère». Διευθυντής επίσης της σειράς «Ιδέες και έρευνες» στον εκδοτικό οίκο Φλαμαριόν, θα διδάξει σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και στο περίφημο Collège de France, ενώ θ’ ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας στα πανεπιστήμια της Ρώμης, της Οξφόρδης, του Σικάγου και σε πολλά άλλα.

Ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του από τους ποιητές Μηνά Δημάκη και Χριστόφορο Λιοντάκη (ο πρώτος τον είχε μεταφράσει ήδη από το 1963, ενώ ο δεύτερος μαζί με τα ποιήματα του Μπονφουά έχει μεταφράσει και το δοκίμιό του «Οι τάφοι της Ραβέννας», εκδ. Γνώση), η ελληνική βιβλιογραφία του δημιουργού τών «Χθες βασίλευε ερημιά» και «Αντι-Πλάτων» (Υψιλον, 1984) πλουτίζεται με μεταφράσεις των επίσης ποιητών Δημήτρη Αναλι και Θανάση Χατζόπουλου («Η παρουσία και η εικόνα», εκδ. Πόλις). Τέλος, στον κατάλογο των μεταφραστών δίκαιο είναι να προστεθούν τα ονόματα του Κώστα Αντύπα και του Ευριπίδη Κλεόπα και αφορούν στη μετάφραση του δοκιμίου του Μπονφουά που έχει τον τίτλο «Ρεμπό» (Θεμέλιο) και του ποιητικού του βιβλίου «Η κίνηση και η ακινησία της Douve» (Σπαρμός, Κέρκυρα).

Είναι καταγραμμένες και γνωστές από πολύ παλιά οι οφειλές του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος στη γαλλική κουλτούρα (ο Κωνσταντίνος Τσάτσος επέμενε για δεκαετίες ότι η κακόηχη λέξη «κουλτούρα» έπρεπε να αντικατασταθεί από τις λέξεις «πνευματική καλλιέργεια»). Ακόμη περισσότερο γνωστό όμως είναι το τι χρωστά, σε απεράντως μεγαλύτερο βαθμό, η γαλλική πνευματική δημιουργία στην ύπαρξη της Ελλάδας ως παγκόσμιου πια πολιτιστικού αγαθού, κατακυρωμένου κυρίως χάρη στην αρχαιότητά του.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Το είχε συγκινητικά επιβεβαιώσει ο Ιβ Μπονφουά τόσο με τη μετάφραση από τον ίδιο του βιβλίου του Γιώργου Σεφέρη «Τρία κρυφά ποιήματα» αλλά και με όσα είχε πει σε μια συνομιλία του με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον υπογράφοντα, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Η Λέξη», τον Ιανουάριο του 1983. «Η Ελλάδα με διδάσκει πως τα μόνα πράγματα που αληθινά τα ‘χω ανάγκη είναι το φως, το ψωμί και “η αιωνιότητα μιας ελιάς”. Ποια είναι εκείνα τα ελληνικά έργα που τα αγαπώ περισσότερο; Θα έλεγα μάλλον: οι Κόρες και οι Κούροι, που μας δείχνουν ότι η ανθρώπινη παρουσία μπορεί να είναι τόσο καθαρή και λιτή σε γραμμή, όπως είναι τα μεγάλα δοχεία από άργιλο που προορίζονταν για νερό ή λάδι. Και που δείχνουν επίσης ότι αυτή η καθαρότητα δεν είναι μια απλή φυσική κατάσταση, ούτε μια αρχέγονη ιδιότητα που μπορούμε να την αποκτήσουμε επιστρέφοντας σε ένα είδος πρωτογονισμού, αλλά μια κατάκτηση του πνεύματος που μοχθεί υπομονετικά και αγωνίζεται επίμονα να ξεπεράσει τις άπειρες παγίδες, τους παραλογισμούς και τα σκοτεινά σημεία της γλώσσας».

Θα μας επιτραπεί να θεωρήσουμε ως μια εξαιρετική σύγκλιση όσων λέει ο Ιβ Μπονφουά για την Ελλάδα με όσα γράφει για την ποίησή του ο Χριστόφορος Λιοντάκης, μια σύγκλιση διαφωτιστική από πολλές πλευρές: «Στην ποίηση του Μπονφουά είναι διάχυτη η συνύπαρξη των εναντίων με προεξάρχουσα τη σύζευξη του υλισμού με την υπερβατικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ποίηση είναι ένας αδιάκοπος αγώνας ανάμεσα στην ύπαρξη και την ουσία, στη μορφή και τη μη μορφή. Και αυτή η αντίφαση είναι το πεπρωμένο του πραγματικού».