Συμφωνώντας απολύτως κανείς με το πνεύμα του κειμένου του εξαίρετου συνθέτη Χάρη Βρόντου, δεν μπορεί να μη σκεφτεί για το πώς θα κατέληγε το άγουρο, προβληματισμένο προσωπάκι του μικρού Θανάση Κλάρα, του γνωστού μεταγενέστερα ως Αρη Βελουχιώτη, και να μη συγκινηθεί στη θέα του χεριού του, όπως το ακουμπάει ο μικρότερός του αδελφός, ο γνωστός, στα κατοπινά χρόνια, δημοσιογράφος και λογοτέχνης Μπάμπης Κλάρας. «Α, ποτάμι, ποτάμι ζωή» που αναφωνεί ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος.

Ποιο από τα δυο αγοράκια της φωτογραφίας, με το επίθετο Κλάρας, θα γίνει ο Αρης Βελουχιώτης;

Προσπάθησα να δω τη φωτογραφία προσεκτικά. Με τον τρόπο που εύστοχα διατυπώνει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του «Τετέλεσται, είκοσι μία ιστορίες για τον αιώνα που φεύγει», σχολιάζοντας 21 φωτογραφίες. Να μη δω λοιπόν τη φωτογραφία αυτή, όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του ο Κούρτοβικ «ως εικονογραφήσεις συμβάντων ή ως μνημονικά βοηθήματα για ν’ αναπολούμε το παρελθόν, αλλά ως υπαινιγμούς μιας κρυμμένης αλήθειας. Δεν μ’ ενδιέφερε τόσο η φανερή μαρτυρία τους όσο η αφανής, όχι τόσο το θέμα τους όσο οι τυχαίες λεπτομέρειές τους, που ξαφνικά μισανοίγουν μια πόρτα προς μια άγνωστη και πολύ σημαντική διάσταση της πραγματικότητας».

Αναρωτήθηκα λοιπόν κοιτάζοντας τη φωτογραφία: Γεννιέται κανείς αγαθός; Υπάρχει η περίφημη παιδική αθωότητα;

Αν ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου είναι το πεπρωμένο του, όπως γράφει ο Σολ Μπέλοου στο μυθιστόρημά του «Οι περιπέτειες του Ωγκι Μαρτς» (αφηγούμενος την ενηλικίωση του ήρωά του), εγώ δεν μπόρεσα να εντοπίσω σημάδια του χαρακτήρα του Αρη, στη στάση και στο πρόσωπο της φωτογραφίας των δυο αγοριών ώστε να πω: αυτός είναι ο Αρης. Είτε γιατί σ’ αυτήν την ηλικία ο χαρακτήρας είναι αδιαμόρφωτος είτε γιατί ο χαρακτήρας δεν είναι αναγκαστικά μονοσήμαντος, οπότε το ύφος του προσώπου παραμένει ασαφές.

Οποιος απ’ τους δυο κι αν είναι ο Αρης, θα ‘θελα να πιστεύω γι’ αυτόν ότι στο βάθος δεν ήταν μονοσήμαντος. Τα γεγονότα που θα παραθέσω όμως μου φαίνεται πως δεν το επιβεβαιώνουν.

«Του καπετάν Αρη

Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει

Το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει.

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια

ο Αρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλληκάρια.

Ελα, βρε άπιστε Ιταλέ, κορόιδο Μουσσολίνι,

να μετρηθούμε οι δυο μαζί να ιδείς το τι θα γίνει.

Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους, μικρά παιδιά να σφάξεις

ούτε κοπέλλες ντροπαλές, ούτε χωριά να κάψεις,

παπάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι,

έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Αρη

που γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό τ’ αγέρι,

προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι».

Αυτό το απαγορευμένο αντάρτικο τραγουδούσαμε, ανάμεσα σ’ άλλα, στη δεκαετία του ’70. Και το λέγαμε δυνατά, με περηφάνια, όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και μπροστά σε χαφιέδες της δικτατορίας, στις ταβέρνες της Καισαριανής και του Ζωγράφου όπου μαζευόμασταν. Στα είκοσί μου, ένας απ’ τους ήρωές μου ήταν ο Αρης τότε…

Σαράντα πέντε χρόνια μετά όμως δεν στέκει εκεί ψηλά που τον είχα.

Διαβάζοντας βιβλία, μαρτυρίες και ντοκουμέντα για τον ελληνικό Εμφύλιο, προκειμένου να γράψω το λιμπρέτο της τελευταίας όπεράς μου «Η επέτειος», ο Αρης ξέπεσε στην κατηγορία των αδίστακτων κι απάνθρωπων: διαπίστωσα πως είχε βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων. Γιατί, τι άλλο ήταν, τον Απρίλιο του 1944, η σφαγή των αγωνιστών του Συντάγματος 5/42 απ’ τους αντάρτες του Νικηφόρου, ενώ είχαν παραδώσει εγγράφως τον οπλισμό τους στον ΕΛΑΣ και, στη συνέχεια, η εν ψυχρώ εκτέλεση του συνταγματάρχη Ψαρρού που, έχοντας παραδοθεί και οδηγούμενος, αιχμάλωτος, στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ της Ρούμελης, εκτελέστηκε με διαταγή ανώτερου αξιωματικού του;

Μπορούσαν να γίνουν αυτά χωρίς την ανοχή ή την εντολή του Αρη που επέβλεπε προσωπικά τα γεγονότα;

Σε κανέναν πόλεμο δεν σκοτώνεις αιχμαλώτους. Για να το κάνεις, πρέπει να ‘σαι αχαλίνωτος κι απάνθρωπος. Κοντά ή μέσα στην τρέλα. Στην τρέλα του μεγαλείου εγκαθίδρυσης της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Ευλογημένος απ’ το χέρι ενός θεού που μόνο εσύ εκπροσωπείς.

Επρεπε να περάσουν χρόνια για να τα μάθω και να τα καταλάβω αυτά. Επρεπε, ανάμεσα στ’ άλλα, να διαβάσω το «Πλατύ ποτάμι» και το «Οδοιπορικό ’43» του Γιάννη Μπεράτη και ν’ αποφασίσω να γράψω μια όπερα για τον Εμφύλιο, με ήρωα αυτόν τον «αυτοτιμωρούμενο» συγγραφέα που (στο λιμπρέτο μου), καλεσμένος να μιλήσει, σε μια επέτειο αποκατάστασης του Ψαρρού το 1960, αποκαλύπτει αυτά τα εγκλήματα σε μια νεότερή του δημοσιογράφο που τον θαυμάζει και θέλει να του πάρει συνέντευξη. Ο Μπεράτης μιλάει για τον Εμφύλιο στο «Οδοιπορικό ’43» ξεδιπλώνοντας σε μια νωπογραφία το ήθος των εμπλεκομένων, αλλά αφήνει σε μας τα συμπεράσματα.

Και γράψανε οι δολοφόνοι στον τάφο του Ψαρρού, εκεί πάνω στη δωρικά αυστηρή τοποθεσία, στο Κλήμα Δωρίδας: «Συνταγματάρχης Ψαρρός. Προδότης της Πατρίδας».

…«Πιο γρήγορος απ’ τον αητό, σαν το γοργό τ’ αγέρι,

Προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι».

Κι όλα σήμερα είναι μέσα μου θλιμμένα που χρειάστηκα μισή ζωή για να καταλάβω την αλήθεια. Και είναι τάχα η αλήθεια ίδια για όλους; Και μπαίνει αυτή πάνω απ’ την ύπαρξη; Ο Ντοστογέφσκι στους «Δαιμονισμένους» βάζει τον Σάτοφ να λέει στον Σταβρόγκιν: «Μίλα ανθρώπινα. Μίλα ανθρώπινα, έστω για μία φορά μονάχα!.. Εσύ δεν έλεγες πως αν η αλήθεια είναι έξω απ’ τον Χριστό, εσύ θα διάλεγες τον Χριστό και όχι την αλήθεια;».

Για τον Ντοστογέφσκι λοιπόν, η ύπαρξη πρώτη, πριν και πάνω απ’ όλα! Μετά οι αλήθειες, οι ιδέες, τα συστήματα, οι ιδεολογίες. Αυτό είναι το δίδαγμα του μεγάλου συγγραφέα. Να παίρνουμε το μέρος της ύπαρξης και όχι ν’ ακολουθούμε τις κατασκευές του κεφαλιού μας.

Ο Ψαρρός, έπειτα από χρόνια, αποκαταστάθηκε. Σήμερα στο Κλήμα υπάρχουν ένα μνημείο για τους πεσόντες του Συντάγματος Ευζώνων 5/42 και μια προτομή του στην είσοδο της Αμφισσας. Κι εγώ που μεγάλωσα σ’ αυτήν την πόλη, ανάμεσα σε φίλους διχασμένων οικογενειών και μίση που άφησε πίσω της αυτή η σφαγή, αποφάσισα να βάλω τον Μπεράτη στην όπερά μου να δικαιώνει, με τα λόγια του, τους δολοφονημένους αγωνιστές.

Ο αντισυνταγματάρχης του ΕΛΑΣ Ευθ. Κ. Ζούλας, που διέταξε τον σωματοφύλακά του με μια ριπή αυτομάτου να εκτελέσει τον Ψαρρό, φέρεται να κατέφυγε, μετά την Απελευθέρωση, σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης όπου και πέθανε σε ψυχιατρείο.

Κι εγώ έβαλα μισή ζωή για να κάνω ένα βήμα απ’ το παθιασμένο, εξωστρεφές, αντάρτικο τραγούδι για τον Αρη της νιότης μου στις «δύσκολες», γαστροσκοπικές, άριες της όπεράς μου «Η επέτειος», της ωριμότητάς μου.