«Το μηχάνημα δεν έχει χρήματα. Είναι το μοναδικό ΑΤΜ στο νησί. Δεν ξέρουμε πότε θα έρθουν». Το παραπάνω σημείωμα, στα αγγλικά, είναι γραμμένο σε ένα κίτρινο postit, κολλημένο με μονωτική ταινία δίπλα στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων στο ωραίο Κουφονήσι. Είναι σχεδόν ένας χρόνος με capital controls, η τουριστική σεζόν έχει ανοίξει, το Κουφονήσι βούλιαξε από κόσμο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αλλά για σχεδόν δέκα ημέρες το χαρτί αυτό στοιχειώνει την καθημερινότητα πολλών ντόπιων και ακόμα περισσότερων επισκεπτών –με δεδομένο, μάλιστα, ότι πολλά από τα μαγαζιά του νησιού δεν έχουν ακόμα εγκαταστήσει μηχανάκια είσπραξης μέσω πιστωτικών καρτών, άρα το ρευστό είναι απαραίτητο στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Στο νησί συζητούν έντονα την έλλειψη. Πιθανόν, υπάρχουν λόγοι σοβαροί –αλλά η ουσία είναι ότι στην επικράτεια της λεγόμενης βαριάς βιομηχανίας της χώρας, έστω σε ένα μικρό μέρος της (είμαι βέβαιος ότι ανάλογα προβλήματα μπορεί να καταγράψει κανείς σε κάθε μικρό μέρος αυτής της τουριστικής επικράτειας), η καθημερινότητα είναι υπονομευμένη από μια φαινομενικά τόσο ασήμαντη έλλειψη, από ένα μηχάνημα που έχει μείνει δέκα μέρες χωρίς ρευστό.

Σε γενικές γραμμές αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα της χώρας, προϋπήρξε του ΣΥΡΙΖΑ και θα συνεχίσει να υπάρχει, αν υπάρξει ζωή και μετά τον ΣΥΡΙΖΑ: φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες υπονομεύουν την κανονική ζωή. Ενα άδειο ATM σε μια σχετικώς απομονωμένη κοινότητα, η υπονόμευση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από έναν δημόσιο υπάλληλο που δεν εκπαιδεύτηκε στους υπολογιστές (και άρα πρέπει να στηθείς στις ουρές π.χ. για ένα πιστοποιητικό), μια αντικοινωνική απεργία (όπως αυτές στο μετρό, την ώρα που οι εργαζόμενοι αγωνιούν να φτάσουν στη δουλειά τους), ένα παρκάρισμα στο πεζοδρόμιο ή στη ράμπα για αναπήρους κ.λπ.

Το θέμα είναι ότι τα προβλήματα τα ξέρουμε. Αλλά, αντί να τα λύνουμε, προστίθενται όλο και καινούργια. Και το χειρότερο. Δεν ξέρουμε πότε θα έρθουν αυτοί που είναι αρμόδιοι να τα λύνουν.