Οταν το κόμμα που κυβερνά αρχίζει να παίζει με τον εκλογικό νόμο και επεξεργάζεται σενάρια ήττας, είναι προφανές ότι προεξοφλεί τη δική του πορεία στο πολιτικό παιχνίδι και αποκαλύπτει την αγωνία του. Κατακαλόκαιρο η κυβερνητική πλειοψηφία αρχίζει ένα γαϊτανάκι που ξεκινά με τη συνταγματική αναθεώρηση για να περάσει σφήνα την αλλαγή του εκλογικού νόμου, διότι όλοι γνωρίζουν ότι αυτό είναι που κυρίως τους ενδιαφέρει. Το Σύνταγμα (ευτυχώς) δεν αλλάζει όπως τύχει και με ό,τι τύχει όπως το φαντάζονται οι φωστήρες του Μαξίμου.

Με τον εκλογικό νόμο όμως η κυβέρνηση, πέραν των αυτονόητων σκοπιμοτήτων για αλλαγή της συζήτησης στον δημόσιο διάλογο, έχει επιλέξει μια αναμέτρηση κατά βάση ανέξοδη για την ίδια αλλά ύποπτη πολιτικά. Ηδη ανοίγει θέματα, τσεκάρει προθέσεις και διαθέσεις των αντιπάλων της και με γνωστά κόλπα δοκιμάζει την εσωτερική συνοχή των άλλων κομμάτων. Το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός περίπου αδιαφορεί για τις πάγιες αντιλήψεις της Αριστεράς στο θέμα της απλής αναλογικής δεν αποτελεί πια έκπληξη για κανέναν μετά τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του. Ωστόσο στο συγκεκριμένο, είναι προφανές ότι αυτό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει δεν είναι ένα πιο δίκαιο εκλογικό σύστημα.

Οι ασκήσεις που επεξεργάζονται είναι αν βγαίνει η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων (200 βουλευτές) ώστε ο νόμος να ισχύσει για τις επόμενες εκλογές και αν αυτό του αφήνει περιθώρια χειρισμών για να διεκδικήσει καλύτερη θέση με ένα σύστημα που κατά τις πληροφορίες μπορεί να αγνοεί ακόμη και το πρώτο κόμμα και να δίνει μπόνους σε συνασπισμό κομμάτων. Αυτό δεν μοιάζει και πολύ δημοκρατικό και δύσκολα θα περάσει ακόμη και από αυτή τη Βουλή παρά τις… χάντρες που κουνάει το κυβερνητικό επιτελείο σε ορισμένα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ταυτοχρόνως η ξεκάθαρη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «με αυτό τον νόμο κέρδισες, με αυτόν θα χάσεις» δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση στη ΝΔ αλλά και στα άλλα κόμματα που θεωρούν ότι αυτή η κυβέρνηση είναι ό,τι χειρότερο για τη χώρα και η παραμονή της στην εξουσία μεγαλώνει τη ζημιά που έχει προκαλέσει ήδη. Συνεπώς οι αποφάσεις για τον εκλογικό νόμο δεν πρόκειται να ληφθούν με νηφαλιότητα όπως θα γινόταν σε μια ουδέτερη πολιτικά περίοδο, όταν θα μπορούσε να προκύψουν ευρύτερες συναινέσεις.