Η τελετή απονομής των βραβείων του Public ήθελε να έχει κάτι από το άρωμα εκείνης των Νομπέλ, παρόλο που περισσότερο θα της ταίριαζε το ύφος της Eurovision. Είχε προαναγγελθεί αυτό από τη φορά των πραγμάτων. Η μεταμοντέρνα δημοκρατική κουλτούρα μας έχει διαχυθεί στους πολιτισμικούς θεσμούς και διεκδικεί για το κοινό γούστο το στάτους της μόνης αληθινής αυθεντίας. Ετσι, αφού το επέβαλε στην αγορά βιβλίου και πέτυχε λίγο αργότερα την αισθητική νομιμοποίησή του, τέλεσε τώρα και τον θρίαμβό του, σέρνοντας πίσω από το άρμα του εκείνους που κάποτε το σνόμπαραν. Η συμμετοχή σοβαρών συγγραφέων και καλλιτεχνών σε ρόλο κομπέρ, απονεμητών των βραβείων και διασκεδαστών ήταν η έκφραση υποταγής της «υψηλής τέχνης» στην εξουσία του μέσου όρου.

Βραβείο καλύτερης ποίησης της χρονιάς στον… Καβάφη (σου λέει, αφού ο Καβάφης αναγνωρίζεται ως διαχρονική αξία, γιατί να μη βραβεύεται σε κάθε ευκαιρία;). Μπορεί να γέλασε και το παρδαλό κατσίκι, αλλά το παρδαλό κατσίκι δεν ξέρει από ανθρώπινη πονηριά. Οι εκατόν δέκα χιλιάδες αναγνώστες – ψηφοφόροι φρόντισαν να «ξεκαρφωθούν» ή, αν πρέπει να δώσουμε μια ερμηνεία πιο κολακευτική γι’ αυτούς, πέταξαν λίγα ψίχουλα συγκατάβασης στους νέους υποτελείς τους, τους ταπεινωμένους αριστοκράτες της τέχνης που ήρθαν να τους προσκυνήσουν, και νομοθέτησαν έπειτα κατά τις αληθινές διαθέσεις τους. Δεν ήταν κακές οι επιλογές τους. Ηταν κάτι χειρότερο: νωθρές. Ιδωμένες συνολικά, είχαν εκείνο τον απρόσωπο χαρακτήρα που προκύπτει από τον συνδυασμό ισοπεδωμένου γούστου, συμμόρφωσης με τις τρέχουσες μόδες και απόπειρας να επιδειχτεί ένα επίπεδο καλλιέργειας υψηλότερο από το πραγματικό. Εδώ που τα λέμε, δύσκολα θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το ζήτημα είναι ότι με τέτοιους θεσμούς και τέτοιες τελετές αυτό το απρόσωπο συλλογικό σώμα δεν αναδεικνύει απλώς τους εκλεκτούς του (κάτι που κάνει έτσι κι αλλιώς με τις αγοραστικές προτιμήσεις του) αλλά αναγνωρίζεται de facto, σε εποχή απόλυτης έλλειψης προσανατολισμού και κυριαρχίας των επικοινωνιακών τεχνικών, ως ο ασφαλέστερος οδηγός για την αξιολόγηση των πολιτισμικών δημιουργιών.

Στις συνθήκες αυτές, πόσο νόημα έχει ακόμη η δημόσια συζήτηση για βιβλία; Ας μη ξεχνάμε ότι και η βιβλιοκριτική, αν σέβεται τον εαυτό της, είναι συζήτηση και συγχρόνως πρόσκληση σε συζήτηση, δεν είναι βαθμολογία γραπτού ούτε, πολύ χειρότερα βέβαια, εξόφληση οφειλών, ξεκαθάρισμα λογαριασμών ή έκφραση νομιμοφροσύνης προς κάποιο πρόσωπο ή σινάφι. Μια τέτοια συζήτηση, για να έχει ενδιαφέρον και προοπτική, προϋποθέτει ένα κοινό αρκετά καλλιεργημένο και αρκετά ευρύ ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει και να την ανατροφοδοτήσει με ποικίλες συνεισφορές. Στην Ελλάδα (και αλλού, σε μικρότερο όμως βαθμό) ένα κοινό με τέτοιες προδιαγραφές μοιάζει να συρρικνώνεται, όχι τόσο λόγω αριθμητικής μείωσης όσο λόγω απογοήτευσης, παραίτησης και απόσυρσης από τον δημόσιο χώρο. Σε ιδιωτικούς κύκλους, όπως μπορώ να βεβαιώσω, γίνονται και σήμερα εξαιρετικά μεστές συζητήσεις για βιβλία και για τέχνη ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών επαγγελμάτων. Αλλά για τον δημόσιο διάλογο πάνε χαμένες. Ο θόρυβος του μάρκετινγκ κάνει τη διάδοσή τους αδύνατη.

Σε αντιστοιχία με αυτή την εξέλιξη, συρρικνώνεται και αποσαρκώνεται η ίδια η βιβλιοκριτική. Το οδυνηρότερο για μένα είναι να βλέπω νέους και νεότερους κριτικούς με αξιόλογη γνωστική σκευή, λεπταισθησία και αρχικό ζήλο να γίνονται ολοένα πιο άτολμοι, να παραιτούνται από την προσωπική ματιά τους, να αφομοιώνονται από τα ήθη του χώρου τους και να δίνουν κείμενα που μοιάζουν ετεροκαθορισμένα. Ισως είναι γι’ αυτούς ζήτημα επιβίωσης. Δεν θα μπορούσα όμως να πω το ίδιο για συγγραφείς που εκτιμώ πολύ και που δέχονται να γίνουν κομπάρσοι σε πανηγύρια όπου ηχεί το ρέκβιεμ των αξιών τους.