Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε πως όλες οι ηδονές παραμένουν ίδιες από καταβολής κόσμου και ότι μία μόνο είναι δημιούργημα του τελευταίου αιώνα: η ηδονή της ταχύτητας –εννοούσε βέβαια τον προηγούμενο αιώνα αφού πέθανε στα 1989. Δεν έζησε για να προλάβει να προσθέσει μία ακόμη, την ηδονή που αισθάνονται οι άνθρωποι να μεταβάλλονται σε μάζα, προπαντός όταν τους παρέχεται η εγγύηση ότι παραμένουν προσωπικότητες ελεύθερες και ανεξάρτητες. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί η σχεδόν σύνολη στραβομάρα ώστε μαζί με τα φανερά πλεονεκτήματα του Διαδικτύου, σε περίπτωση που αποπειραθείς να υπογραμμίσεις τα ακόμη πιο φανερά μειονεκτήματά του να οργίζονται οι άλλοι σε προσβλητικό μάλιστα βαθμό.

Την αλλόκοτη έπαρση που τους έχει κυριεύσει όλους για την ευκολία με την οποία μπορείς να έχεις σε ελάχιστο χρόνο, κυριολεκτικά στο πιάτο, την οποιαδήποτε πληροφορία ή μια γνώση που άλλοτε χρειαζόταν πολλή προσπάθεια ή και κόπος ακόμη προκειμένου να την κατακτήσεις. Αγνοώντας τη μετάλλαξη που παθαίνει κανείς όταν κάτι που θα έπρεπε να του στοιχίζει σωματικά, πνευματικά και ηθικά, ώστε να γίνεται δικό του, παύει να το εκτιμά, μεταβάλλεται κυριολεκτικά σε ένα τίποτα, αφού το αποκτά εύκολα και ανώδυνα, επισύροντας μια ακόμη βαρύτερη συνέπεια: η σχετική απαξίωση να μεταφέρεται σε τομείς της ζωής που δεν γίνεται να τους υποτιμήσεις χωρίς η ανθρώπινη ύπαρξη να υποστεί μια καταστροφική καθίζηση.

Το ψάξιμο και η αγωνία για να βρεις ή για να ανακαλύψεις οτιδήποτε σημαίνει ότι αναγνωρίζεις την ύπαρξη ενός πολιτισμού, ενώ ο πολιτισμός αυτός παύει να υφίσταται όταν μεταβάλλεσαι σε έναν αμέριμνο και αυτοϊκανοποιούμενο διαχειριστή του. Οταν κλείνεσαι ή απομονώνεσαι με το Διαδίκτυο μέσα στο σπίτι σου, με την αίσθηση ότι το παρόν και το παρελθόν συνιστούν μια επικράτεια που έχει δημιουργηθεί για να ικανοποιήσεις τις αδηφάγες ενημερωτικές σου ορέξεις, το Διαδίκτυο παίρνει κυριολεκτικά τη μορφή ενός αξεσουάρ. Χωρίς να διαφέρει σε σχέση με τα τρόφιμα που ο μικροαστός –αλλά φευ και ο εργάτης και ο μεγαλοαστός –αποθηκεύει στο ψυγείο του ώστε να τα απολαύσει μόνος του ή με την οικογένειά του σαν να μην υπάρχει στον κόσμο καμιά έγνοια, κανένα πρόβλημα, καμιά συμφορά.

Οταν ένα «εργαλείο» που έχει –υποτίθεται –εφευρεθεί για να κάνει πλούσια την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους μεταβάλλεται σε όργανο αυνανιστικής αυτοϊκανοποίησης δεν είναι μόνο η έννοια της επικοινωνίας που τραυματίζεται θανάσιμα. Η πράξη του αυνανισμού νομιμοποιείται ως δημόσιο θέαμα αφού όσοι αναρτούν στο facebook ή σε ιστολόγια ή σε άλλες ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από γλέντια, φαγοπότια, γελαστά ξενύχτια, γεννητούρια ή βαφτίσια παιδιών τους δεν θέλουν παρά την προσωπική τους ευχαρίστηση –ή αυτό που νομίζουν ότι είναι προσωπική ευχαρίστηση –να την εμφανίσουν ως κάτι διεκδικήσιμο από τη δημοσιότητα. Και ότι στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερη η απήχησή τους, όση τουλάχιστον επιφυλάσσεται στη δυστυχία και στις συμφορές αμέτρητων ανθρώπων.