Με μεγάλα πράσινα γράμματα που δηλώνουν ταυτόχρονα έναν κρυμμένο ναρκισσισμό, σε ένα αναρτημένο πανό, σε πολυσύχναστο σημείο κεντρικού δρόμου της Αθήνας, διαβάζεις: «Αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο…». Οι τρεις τελείες αντικαθιστούν το όνομα ενός από τους τρεις δρόμους που «ορίζουν» τον χώρο του σημερινού πάρκου που άλλοτε υπήρξε πάρκινγκ κι έχει γνωρίσει στη σταδιακή του μεταμόρφωση τις μύριες όσες φάσεις. Δεν γνωρίζουμε αν η «πραξικοπηματική» κατάληψη του πάρκινγκ δημιούργησε μέσα στα χρόνια καθεστώς ιδιοκτησίας, είναι πάντως γεγονός πως με τη μετατροπή του σε πάρκο, που ξεκίνησε εδώ και μια περίπου δεκαετία, οι περίοικοί του αισθάνθηκαν μεγάλη ανακούφιση.

Τόσο περισσότερο που ένα φέιγ βολάν μοιρασμένο και σε άλλες περιοχές ενημέρωνε τους πάντες ότι με τη δημιουργία του πάρκου «μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά». Μέσα σε τρία χρόνια, στη θέση που θα άνθιζε η λεμονιά ή, μάλλον, οι λεμονιές θρασομανούσε –και θρασομανά –ένα πλήθος από δενδρύλλια, κάθε λογής υψηλόσωμα φυτά, πρασινάδες και χορτάρια. Γεγονός που δεν εμποδίζει, αντιθέτως μοιάζει να τους προκαλεί, ώστε μεμονωμένοι μουσικοί ή αυτοσχέδιες ορχήστρες, στις τρεις και στις τέσσερις τα ξημερώματα να ξεκουφαίνουν τις γύρω πολυκατοικίες, καθώς πολλά διαμερίσματά τους δεν νοικιάζονται ως γραφεία, αλλά είναι κανονικές κατοικίες.

Οι ανακουφισμένοι άλλοτε περίοικοι, όταν δεν περιέρχονται σε αλλόφρονη κατάσταση, μεταβάλλονται σε ανθρώπους που καιροφυλακτούν για το πότε δεν θα έχουν διάθεση οι «αυτοδιαχειριζόμενοι» να κάνουν θόρυβο, ώστε να μπορέσουν να ξεκουραστούν. Συχνά επίσης, σε όσους έχουν οπτική πρόσβαση στο πάρκο, δεν είναι άγνωστο το θέαμα νεαροί και νεαρές να κινούνται άρρυθμα υπό τους ήχους του ταμ ταμ δίπλα σε χαμηλής έντασης φωτιές.

Δεν ξέρει για τι να πρωτοαναρωτηθεί ή τι να πρωτορωτήσει κανείς. Το να πιάσεις την τετριμμένη ιερεμιάδα, δηλαδή από πού αντλεί κανείς το δικαίωμα να βασανίζει άγνωστούς του ανθρώπους, όταν για πολύ πιο αγνώστους τους, όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, οι «αυτοδιαχειριζόμενοι» θα εξοργίζονται με τις ταλαιπωρίες τους, είναι σίγουρα ψιλά γράμματα. Δεν μπορεί όμως να μη σκεφτεί κανείς, όσο εκνευρισμένος και άυπνος κι αν είναι, τι είδους αυτοδιαχειριζόμενα άτομα είναι αυτά, αφού σε περίπτωση που ένας υψηλά ιστάμενος, υπουργός ή και βουλευτής ακόμη, συνέβαινε να ενοχλείται με τις μουσικές τους, θα συμμορφώνονταν αμέσως με τις εντολές που οπωσδήποτε θα δίνονταν από την Αστυνομία, ενώ τώρα η τελευταία προκλητικά κωφεύει.

Αποδεικνύουν δηλαδή έμπρακτα ότι αν και αυτοδιαχειριζόμενοι –τοποθέτηση που προϋποθέτει, υποτίθεται, μια συνείδηση αντιεξουσιαστική –υπακούουν μόνο σε όσους τους επιβάλλονται με τη δύναμή τους και ότι, σε σχέση με τον ανυπεράσπιστο, έχουν απέναντί του ακριβώς την ίδια συμπεριφορά που εκφράζει και η επίσημη κρατική εξουσία.