Η κατανάλωση προβιοτικών προϊόντων, αν και είναι ωφέλιμη για τους πάσχοντες από μεταβολικά και γαστρεντερικά προβλήματα, δεν φαίνεται να βοηθεί τους υγιείς ανθρώπους, σύμφωνα με μία νέα ανάλυση.

Η ανάλυση, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Genome Medicine»,διεξήχθη από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης οι οποίοι εξέτασαν συνδυαστικά επτά προγενέστερες κλινικές μελέτες που είχαν δημοσιευθεί μεταξύ 2013 και 2015.

Στις μελέτες εκείνες είχαν συμμετάσχει υγιείς εθελοντές ηλικίας 19 έως 81 ετών, οι οποίοι κατανάλωναν καθημερινά και επί 21 έως 42 ημέρες προβιοτικά, σε μορφή μπισκότων, ροφημάτων γάλακτος, πόσιμου εναιωρήματος ή δισκίων.

Πριν και μετά την έναρξη της κατανάλωσης των προβιοτικών είχαν υποβληθεί σε εξετάσεις κοπράνων για να καθοριστούν οι συγκεντρώσεις των μικροβίων (μικροβίωμα) στο έντερό τους και οι τυχόν αλλαγές τους στο μεσοδιάστημα.

Η ισορροπία των ωφέλιμων και παθολογικών μικροβίων στο παχύ έντερο θεωρείται σημαντική για την υγεία, ενώ είναι απαραίτητη και για την πέψη αφού τα μικρόβια διασπούν τα τρόφιμα και συνθέτουν ορισμένες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.

Επιπλέον, προγενέστερες μελέτες έχουν συσχετίσει ορισμένα μεταβολικά και γαστρεντερικά νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία και ο καρκίνος του παχέος εντέρου, με την ανομοιογενή σύσταση του εντερικού μικροβιώματος.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η προσθήκη ωφέλιμων βακτηρίων στη διατροφή των πασχόντων από αυτά τα νοσήματα δρα ευεργετικά, βελτιώνοντας λ.χ. τον δείκτη μάζας σώματος, την αντοχή στην ινσουλίνη και τα γαστρεντερικά συμπτώματά τους.

Ωστόσο είναι λιγοστά τα επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν ότι τα προβιοτικά ασκούν ανάλογη ωφέλιμη επίδραση στο μικροβίωμα του εντέρου και των υγιών ανθρώπων, σύμφωνα με τη νέα μελέτη.

Στην πραγματικότητα, μόνο μία από τις επτά μελέτες που εξετάσθηκαν συσχέτισε την κατανάλωση προβιοτικών με βελτίωση της σύστασης του εντερικού μικροβιώματος των εθελοντών.

Το εύρημα αυτό υποδηλώνει πως «δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία ότι τα προβιοτικά ασκούν επίδραση στη σύσταση του μικροβιώματος του εντέρου των υγιών ανθρώπων», γράφουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.

Αντιθέτως, «όταν υπάρχει δυσβίωση, δηλαδή διαταραχή της φυσιολογικής σύστασης του εντερικού μικροβιώματος, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις για τονωτική ή προστατευτική δράση ορισμένων ειδών προβιοτικών, τόσο στην μικροβιακή χλωρίδα καθ’ εαυτή όσο και στην φυσιολογία του ξενιστή (λ.χ. καταπράυνση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων».

Και καταλήγουν πως για να αποσαφηνιστεί το θέμα, θα πρέπει να διεξαχθούν μεγάλες, προσεκτικά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες, οι οποίες θα συμπεριλάβουν τις βέλτιστες δυνατές δόσεις προβιοτικών και για επαρκές χρονικό διάστημα.