Καμιά φορά η συγγραφή ενός έργου, όταν την αφηγηθεί κανείς, θαρρείς και είναι ένα σενάριο ή μια μικρή ιστορία για τραγωδία ή ένας πυρήνας φάρσας. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μού είχε αφηγηθεί πως όταν ήταν διασκευαστής ραδιοφωνικών έργων και είχε μετατρέψει τη νουβέλα του Μεριμέ «Κάρμεν» από την οποία είχε προκύψει και η ομότιτλη όπερα, η Μελίνα Μερκούρη, τότε κυρίως ηθοποιός στο Παρίσι και λιγότερο γνωστή στην Ελλάδα, είχε ακούσει την εκδοχή για το ραδιοφωνικό θέατρο με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Αρώνη, είχε ερωτευθεί τον βασικό χαρακτήρα, είχε επιδιώξει να γνωρίσει τον άγνωστό της έλληνα διασκευαστή και του ζήτησε επίμονα να της γράψει ένα θεατρικό έργο, ελληνικό, με ελληνίδα «Κάρμεν».

Ο Καμπανέλλης στρώθηκε στη δουλειά και έγραψε τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η Μελίνα το διάβασε, της άρεσε, αλλά ανέβαλε την παρουσίασή του διότι είχε υποχρεώσεις στο Παρίσι. Συνέστησε όμως στον συγγραφέα να το διαβάσει στο ζεύγος Χορν – Λαμπέτη, που τους είχε μιλήσει εκείνη. Ο Καμπανέλλης πήγε στο σπίτι των δύο πρωταγωνιστών και παρουσία ενός νεαρού τρίτου αγνώστου του αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης σιωπηλού διάβασε το έργο. Το ζεύγος επιφυλάχτηκε να μελετήσει το πράγμα. Ο συγγραφέας έφυγε αφήνοντας το χειρόγραφο (δακτυλόγραφο) στο τραπέζι. Το πράγμα ξεχάστηκε εκατέρωθεν, ο Καμπανέλλης είχε χάσει το έργο (δεν είχε αντίγραφο), όταν έμαθε πως ένας νέος ήδη γνωστός σκηνοθέτης, ο Κακογιάννης, είχε γράψει ένα σενάριο με τον τίτλο «Στέλλα» και το «γύριζε» με τη Μελίνα. Ο Καμπανέλλης απαίτησε δικαστικά τα πνευματικά του δικαιώματα και τα επέβαλε. Ο Κακογιάννης ήταν ο σιωπηλός νεαρός στο σαλόνι του Χορν!

Η ταινία, διάσημη πια, έκανε την πορεία της αλλά ο Καμπανέλλης είχε χάσει το πρωτότυπο έργο. Και πάντα θρηνούσε για την απώλεια. Το 1995 πια βρέθηκε στο μπαούλο ενός υποβολέα του θεάτρου Λαμπέτη – Χορν, όταν έδωσαν στον παλιατζή οι συγγενείς του, όταν πέθανε, τα θεατρικά του κατάλοιπα!

Ετσι ξαναείδε ο μεγάλος συγγραφέας το έργο του και το χάρηκε στη σκηνή πρώτα στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου (1997) με σκηνοθέτη τον Μουμουλίδη και πρωταγωνιστές τη Μάλφα, τον Σκιαδαρέση, την Τασσώ Καββαδία. Ο Μουμουλίδης το ανέβασε το 2007 στο θέατρο Λαμπέτη, με την Τρύπη, τον Ζαλμά και τη Μάρθα Βούρτση, και μουσική του Κραουνάκη με νέα τραγούδια.

Αν ήμαστε στο Χόλιγουντ η περιπέτεια αυτή θα είχε γίνει σίριαλ!

Το πρωτόλειο του Καμπανέλλη παιζόταν μέχρι πρόσφατα στο θέατρο Ακαδημία Πλάτωνος, στην Σπύρου Πάτση, από έναν νεανικό ευοίωνο θίασο με την καθοδήγηση του ταλαντούχου ηθοποιού (Βραβείο Χορν), σκηνοθέτη και δασκάλου Δημήτρη Λάλου.

Η ΕΠΟΧΗ. Αλλά περί τίνος πρόκειται; Το έργο του Καμπανέλλη δεν έρχεται από το πουθενά. Γράφεται σε μια εποχή που κυριαρχεί στην οθόνη ο ιταλικός νεορεαλισμός, που είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ένας μεταμφιεσμένος νατουραλισμός με έντονα στοιχεία λαϊκού μελοδράματος. Το ιταλικό θεατρικό μελόδραμα πηγάζει από το μουσικό μελόδραμα και κυρίως από τον Πουτσίνι αλλά και την «Κάρμεν» του Μπιζέ.

Εξάλλου γι’ αυτό από μιας αρχής πήρε τον χαρακτηρισμό «λαϊκό μελό». Στην πατρίδα μας η ιταλική «μόδα» έφθασε και κυριάρχησε με τα «Ματωμένα Χριστούγεννα», την «Αγνή του λιμανιού», «Τ’ αρραβωνιάσματα», το «Φυντανάκι» ως φιλμ βέβαια, τον «Μεθύστακα», την «Κάλπικη λίρα» κ.τ.λ. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Καμπανέλλης γράφει τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» όταν οι οθόνες είχαν κατακλυστεί από καταγώγια, αγνά παρασυρμένα στην πορνεία κορίτσια, έλληνες μαφιόζους (θυμηθείτε το αριστούργημα του Κούνδουρου «Ο Δράκος»). Ο Καμπανέλλης στα 28 χρόνια του, χωρίς κανένα επίσημο θεατρικό «χαρτί», μόνο με την τραυματική, τραγική, εγκαυστική εμπειρία του Μαουτχάουζεν και ένα σπάνιο ένστικτο θεατρικής γλώσσας. Είναι προς τιμήν της μνήμης του αξέχαστου φίλου να θυμίσω πως υπήρξε ο μοναδικός παγκοσμίως εκλεγμένος ακαδημαϊκός που δεν είχε απολυτήριο Γυμνασίου αλλά μόνο ενδεικτικό φοίτησης ως σχεδιαστής στη Σιβιτανίδειο!

Αχ! αυτό που διαλαλούσε ο Σεφέρης: σ’ αυτόν τον τόπο είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι!! Αλλά και με τι σωσίβια πλεύσης!

Η πρωτοτυπία της «Στέλλας» του Καμπανέλλη δεν είναι ούτε η τετριμμένη υπόθεση (μια ελληνίδα πεισματικά ελεύθερη από δεσμεύσεις Κάρμεν που αγαπά χωρίς στερεότυπα μέχρι θανάτου) ούτε η περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα, το λούμπεν προλεταριάτο, οι άνθρωποι της νύχτας, το νταηλίκι, η σπιουνιά και η γοητεία που ασκεί το περιθώριο στους νέους κυρίως μεγαλοαστούς!

Το πρωτόφαντο στο έργο είναι η θεατρική του γλώσσα. Ο,τι δόξασε εξάλλου τον Καμπανέλλη. Ο Καμπανέλλης πάντα κατέφευγε σε στέρεα προηγούμενα σενάρια. Η «Αυλή» ακούμπησε στον Χατζηαργύρη, ο «Οδυσσέας» σε ρουμανικό έργο, το «Παραμύθι» στη Δέλτα, ο «Ιψεν» στον Ιψεν! Οι μονόλογοι στον «Τσέχοφ».

Ο Καμπανέλλης μάς χάρισε θεατρικό ρυθμό, ακαριαίο λόγο, σαφείς συγκρούσεις και πάνω απ’ όλα έλληνες χαρακτήρες. Και εννοώ ως έλληνα χαρακτήρα ένα μείγμα συναισθηματισμού, εγωτισμού, μικρολαμογιάς, ελιγμών, νοσταλγίας, κυνισμού, λεονταρισμού και αδελφικής ή φιλικής αλληλεγγύης. Μείγμα εκρηκτικό. Τέτοια και η Στέλλα του, τέτοιος (τυχαίο ως ήχος;) και ο Στέλιος της Αυλής. Αυτή την ταύτιση την διεκδικούν και ήταν αποκαλυπτική και για τον ίδιο τον Καμπανέλλη!

Τοιχογραφία λαϊκή, σχεδόν του Θεόφιλου, η διανομή της «Στέλλας». Η ταβερνιάρισσα (μάμα – τσάτσα), το λαϊκό γκαρσόνι, ο σπουδαγμένος κλασικά πιανίστας που βιοπορίζεται παίζοντας τσιφτετέλια, η αυστηρή μικρασιάτισσα μάνα, ο ατίθασος γιος, ο μεγαλοαστός ερωτευμένος, ο μόλις απολυμένος από τον στρατό ασπριτζής, η υστερική συνάδελφος στο πάλκο και η αναρχικά αυτόνομη και ερωτικό ηφαίστειο Στέλλα, μετεξέλιξη της Αντιγόνης, της Λοκαντιέρας, της Εντα Γκάμπλερ, της Στέλλας Βιολάντη (πάλι σύμπτωση;), της Λούλου, της Στέλλας του Γκαίτε!!

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Ο Λάλος μέσα σ’ έναν εξαίσιο μη σκηνογραφημένο χώρο με λαϊκά στοιχεία και κοστούμια της Αννας Παπαθανασίου και εξαίσιους φωτισμούς του Μπιρμπίλη δίδαξε νεοελληνικό ρυθμό, ήθος και ύφος λαϊκό (και όχι λαϊκίζον) μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών που και μόνο ως παρουσία δηλώνουν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν τη θεατρική ειλικρίνεια και ιθαγένεια. Οποιος δεν αντιλαμβάνεται στην εποχή της νοθείας του αισθήματος που ονομάστηκε μεταμοντερνισμός πως όσο πιο βαθιά ιθαγενής (Ρώσος, Αγγλος, Ιταλός, Αμερικανός, Γάλλος) είναι ένας ήρωας στο θέατρο τόσο του μέλλεται να γίνει παγκόσμιος (ιδές: Αντιγόνη, Αμλετ, Πρίγκιπας Μίσκιν, Νίνα, Μάνα κουράγιο, Μαριάνα Πινέδα, Ουίνι, Αννα Κρίστι, Μπλανς Ντιμπουά).

Δεν επιθυμώ να κάνω ποιοτικές διακρίσεις σε μια ομάδα που σε δύσκολους καιρούς παλεύει με οριακά νεοελληνικά θεατρικά κείμενα.

Καλό κουράγιο εύχομαι και ονοματίζω Γ. Τριανταφυλλίδης (Μίλτος), Χριστίνα Μαριάννου (Στέλλα), Ξένια Αλεξίου (Μαρία), Νατάσα Εξηνταβελώνη (Αννέτα – περίπτωση!), Γιώργος Γερωνυμάκης (Μήτσος), Γιάννα Τζερμιά (Μάνα), Πάνος Νάτσης (Αντώνης), Τάσος Δέδες (Αλέκος) και πιανίστας – ρόλος ο Ουσίκ Χανικιάν.

Κείμενο:Ιάκωβος Καμπανέλλης

Σκηνοθεσία:Δημήτρης Λάλος

Σκηνογραφία:Μιχάλης Σαπλαούρας

Κοστούμια:Αννα Παπαθανασίου

Παίζουν:Ξένια Αλεξίου, Γιώργος Γερωνυμάκης, Τάσος Δέδες, Νατάσα Εξηνταβελόνη, Χριστίνα Μαριάννου, Πάνος Νάτσης, Γιάννα Τζερμιά, Γιώργος Τριαντα-φυλλίδης, Ουσίκ Χανικιάν