Το Μέγαρο Μουσικής εάλω. Μετά την ανάληψη της τύχης του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών από το κράτος και τον διορισμό καινούργιου προέδρου, του, διαπρέψαντος στην περσινή διαπραγμάτευση με τους εταίρους παρά τω Γιάνη Βαρουφάκη, Νίκου Θεοχαράκη, επιτέλους έχουμε δείγμα γραφής της νέας διοίκησης. Ενας βουλευτής, ο Κώστας Δουζίνας, εκλεγμένος με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Περιφέρεια Πειραιά, διευθυντής ενός Ινστιτούτου στη Βρετανία το οποίο ο ίδιος θεωρεί «το πιο σημαντικό κέντρο ανθρωπιστικών σπουδών» στη χώρα (η Οξφόρδη ή το Κέιμπριτζ είναι προφανώς ουτιδανά ιδρύματα, παραδομένα στον ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό, που πίνει το αίμα των λαών με το μπουρί της σόμπας), αναλαμβάνει υπεύθυνος μιας ενότητας διαλέξεων υπό τον πομπώδη τίτλο: «Θεωρία στο Μέγαρο: φιλοσοφία, κριτική, ιστορία». Κάποιοι ή κάποιες που έχουν προσκληθεί στις διαλέξεις αυτές έχουν ξαναμιλήσει σε ελληνικά ακροατήρια –αλλά όλοι μαζί, από τον Ετιέν Μπαλιμπάρ και την Τζούντιθ Μπάτλερ μέχρι τον Ζίζεκ και την Τζοάνα Μπερκ, μοιάζει να έχουν μεταφερθεί από το Φεστιβάλ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Θα λείπουν μόνο τα σουβλάκια.

Ποιος είναι ο Κώστας Δουζίνας; Κατά την κομματική «Αυγή», στην πασχαλιάτικη έκδοση της οποίας ο καθηγητής και βουλευτής έδωσε συνέντευξη για να παρουσιάσει το συγκεκριμένο πρότζεκτ του Μεγάρου, είναι «σημαντικός ευρωπαίος διανοητής, […] εύχαρις και χιουμορίστας, […] διατηρεί την πνευματική ενάργεια, την κριτική ετοιμότητα αλλά και τον ριζοσπαστισμό που κάθε φορά μας εκπλήσσει, είτε διαβάζουμε τα βιβλία και τα άρθρα του στον διεθνή Τύπο είτε παρακολουθούμε τις δημόσιες τοποθετήσεις του σε επιστημονικά πάνελ και πολιτικές συζητήσεις είτε, απλά, μοιραζόμαστε μαζί του μια μπίρα σε κινηματικές δράσεις».

Τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτά;

Οτι ο καθηγητής Δουζίνας είναι στρατευμένος στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ολη η ακαδημαϊκή διαδρομή του είναι συνυφασμένη με αυτή του τη στράτευση.

Οτι οι νομικές σπουδές του από πολύ νωρίς συναντήθηκαν με την ευρυχωρία του μεταμοντερνισμού, ο οποίος υπό την αξιωματική παραδοχή του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων» (η οποία, εκτός των άλλων, χρησίμευσε, αρκετά μετά τη διατύπωσή της από τον Λιοτάρ, για να καλύψει και την εκκωφαντική κατάρρευση των κομμουνιστικών κρατών το 1989), παρήγαγε ευέλικτες μορφές κριτικής θεωρίας, που διεκδίκησαν πρωτίστως τη γοητεία της αντίθεσης στον καπιταλισμό, στον «νεοφιλελευθερισμό» και στο σύστημα. Δεν ήταν όλες αυτές οι επεξεργασίες άχρηστες, ήταν όμως σίγουρα φλύαρες. Και σε μερικές περιπτώσεις, αρκετά ελαστικές με καθεστωτικούς αυταρχισμούς οι οποίοι δεν εκκινούσαν από κράτη της δημοκρατικής Δύσης. Στο βιβλίο του «Νόμος και αισθητική» (Παπαζήση, 2005) έδινε δείγμα γραφής αυτής της ιδιοτυπίας που υπηρετεί: «Ο Αριστοτέλης», ισχυριζόταν ο Δουζίνας, «υποστηρίζει στα «Πολιτικά» ότι ο νόμος είναι σκέψη χωρίς επιθυμία. Ο Kαντ επαναλαμβάνει στη νεωτερικότητα ότι η υπακοή στον νόμο είναι απόλυτη και δεν πρέπει να περνάει μέσα από ανάγκες και επιθυμίες, υπολογισμούς και πάθη. Αλλά πίσω από αυτές τις κυρίαρχες απόψεις επιβιώνει μία άλλη παράδοση για την οποία ο Νόμος έχει ιστορία, φύλο, ερωτισμό και επιθυμία».

Κι ότι η ακαδημαϊκή πορεία του λειτούργησε ως μέθοδος προσηλυτισμού νέων καλών μυαλών στη χαρούμενη γνώση τής (ας την πούμε) αντισυστημικής επιστήμης που διακονεί. Με ολίγη από σπουδές φύλου, από παραπομπές στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στο θέατρο και με μεγάλες δόσεις αναφορών στη μαζική κουλτούρα, οι νεοπροσήλυτοι αισθάνονται καλά, τουλάχιστον ώσπου να συναντηθούν με τις πραγματικές απαιτήσεις του ανταγωνιστικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος στο οποίο πρέπει να επιβιώσουν.

Γενικώς, δηλαδή, η αγγλοσαξονική ακαδημαϊκή ταυτότητα του Κώστα Δουζίνα, τις δυο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έχει τρομακτικές ομοιότητες με τη γαλλική ακαδημαϊκή ταυτότητα του Κώστα Ζουράρι της Βενσέν τα μετά τον γαλλικό Μάη χρόνια. Τη διαφορά φάσης προφανώς καλύπτει η κοινή στράτευσή τους, υπό το υβριδικό σχήμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που ασκεί τη διακυβέρνηση.

Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο μεγάλος βάρδος της φτωχολογιάς στο ελληνικό τραγούδι, ο Στέλιος Καζαντζίδης, αμέσως μετά το τεράστιο σουξέ του δίσκου «Υπάρχω», είχε πειστεί ότι τον κυνηγούσαν «οι Εβραίοι», που υποτίθεται ότι ήλεγχαν την ελληνική δισκογραφική βιομηχανία, υιοθέτησε λοιπόν για τον εαυτό του τον όρο «καρυδωμένο λαρύγγι».

Κατ’ αναλογίαν, ο Κώστας Δουζίνας, από το «άλλοτε οχυρό της πλουτοκρατίας» που συνιστούσε το Μέγαρο, ισχυρίζεται ότι οι φιλόσοφοι τους οποίους εκπροσωπεί τελούν υπό διωγμόν. «Οι ριζοσπαστικές φωνές δεν είχαν δημόσιο βήμα καθώς η μιντιακή ηγεμονία των «γραμματισμένων αμόρφωτων» ήταν καθολική», λέει («Αυγή», 1/5/2016). Ερχεται, λοιπόν, Αυτός, ως εκπρόσωπος των εγγραμμάτων, εκπρόσωπος «αυτού που ονομάστηκε «ριζοσπαστικός διαφωτισμός»», αντιπρόσωπος δηλαδή «της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλήθειας ως παρρησίας», για να αποκαταστήσει την τάξη του λόγου.

Και φέρνει μαζί του τους φίλους του από το Λονδίνο, από το ινστιτούτο που διευθύνει, θέτει δηλαδή έναν θεσμό στην υπηρεσία της παρέας του, για να κατηχήσει τις μάζες. Ο αρχηγός του, στο κόμμα και στην κυβέρνηση, τη συμπεριφορά αυτή κάποτε την αποκάλεσε «νεοποτισμό».

Αλλά ο μεταμοντερνισμός δεν τραβάει πολλά ζόρια για την ακρίβεια της ορολογίας. Αρκεί που πάει Μέγαρο.