Ενα σύντομο ταξίδι στο Λονδίνο μάς έφερε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το άψογα οργανωμένο και με τον ευρύτατο παιδευτικό, αν και εκ των πραγμάτων εξαιρετικά περιεκτικό χαρακτήρα. Καθηλωτικές οι αίθουσες όπου η σφαίρα της Γης προβάλλεται σε μια τεραστίων διαστάσεων οθόνη και με έντονα φώτα σημειώνονται οι περιοχές που έχουν πληγεί μέσα στην Ιστορία από τους πιο δυνατούς καταστροφικούς σεισμούς. Και όπως καθετί μεγάλο που έχει στοιχίσει στην ανθρωπότητα πόνο, δάκρυα και θάνατο, νιώθουμε την ανάγκη να το αναπαριστάνουμε σε ελέγξιμα μέτρα –πιθανόν για να το ξορκίσουμε –στο τέλος των αιθουσών με τις συχνά εφιαλτικές προβαλλόμενες εικόνες, μας υποδέχεται ένας χώρος που κατά διαστήματα ταρακουνιέται σαν να ζεις –όντας επάνω του –έναν πραγματικό σεισμό.

Να δικαιολογήσει κανείς το πατείς με πατώ σε που γίνεται στον εύκολα προσβάσιμο αυτό χώρο ώστε αν και χωρητικότητας ογδόντα ανθρώπων, το λιγότερο εκατόν πενήντα σπρώχνονταν για να αισθανθούν ένα ταρακούνημα, που θα το απεύχονταν ως φυσικό φαινόμενο, ενώ ως κατασκευασμένο φαίνεται να τους προκαλεί βαθύτατη ηδονή. Αδυνατείς όμως να συμμεριστείς τα γέλια και τη σχεδόν έξαλλη χαρά για μια πλασματική βεβαίως πραγματικότητα, που όμως ως γεγονός που υπήρξε και εξακολουθεί να υφίσταται προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αισθήματα. Οταν η Ιστορία και η ίδια η ζωή φαίνεται να αλλάζουν αστραπιαία τους ρόλους των ανθρώπων, μετακινώντας όσους πριμοδοτούσαν με μια ευτυχία που, αν και φαινόταν απρόσβλητη, εξανεμίστηκε σαν να ήταν πλασματική, το να ζητάς να απολαμβάνεις με ασφάλεια έναν κίνδυνο που έχει στοιχίσει ανθρώπινες ζωές μοιάζει το λιγότερο ύβρις.

Οσο δύσκολα θα μπορούσε να χαράξει κάποιος το όριο ανάμεσα στην ευτυχία και στη δυστυχία, ή μάλλον τι είναι αυτό που κάνει την πρώτη, ενώ τη βιώνεις, τόσο ευάλωτη και τη δεύτερη τόσο δύσκολα αντιμετωπίσιμη έστω και αν τη φαντασιώνεσαι μόνο, τόσο εύκολα θα μπορούσε να αποφανθεί ότι η υιοθέτηση ενός κινδύνου μόνο και μόνο γιατί δεν έχει κανένα απολύτως κόστος, εγκυμονεί ηθικούς κινδύνους πλέον απείρως πιο σημαντικούς. Η σχεδόν αποτροπιαστική τάση της σημερινής ανθρωπότητας να «ζει» ως κωμωδία κάτι που όταν συμβαίνει πραγματικά έχει πάντα τις διαστάσεις του δράματος, βαθαίνει το ρήγμα και μεταβάλλει σε άβυσσο την απόσταση που χωρίζει αυτούς που πραγματικά κινδυνεύουν σε σχέση με εκείνους που αισθάνονται τον κίνδυνο απλώς να μεγαλώνει την απόλαυσή τους.

Πώς θα ένιωθε αλήθεια κανείς να έβλεπε στη λίμνη Λεμάν της Γενεύης να διοργανώνονται εικονικά ναυάγια με ελβετούς πολίτες προκειμένου να αισθανθούν οι τελευταίοι το δράμα των προσφύγων στη Μεσόγειο; Αν δεν μπορεί να σπεύσει κανείς ώστε να έρθει κοντά σε όσους πραγματικά και ποικιλοτρόπως κινδυνεύουν, δεν είναι μια επιπλέον απόδειξη αναισθησίας το να μετέρχεται εκ του ασφαλούς τις συνθήκες που κάνουν τους άλλους να χάνουν τη ζωή τους;