Ο Πολ Κλοντέλ συνήθιζε να λέει πως «στην Ιστορία τίποτα δεν ξαναρχίζει και όλα συνεχίζονται». Και οι φυλακές σε όλο τον κόσμο αποτελούν κομμάτι της ιστορίας τής κάθε χώρας, του κάθε λαού. Η παλαιά Φυλακή Τρικάλων έκλεισε το 2006 ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Στο νέο, συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου «Σιωπηλός μάρτυρας», επτά πρόσωπα που συνδέθηκαν καθοριστικά μαζί της επιστρέφουν εκεί για να ανασυνθέσουν το παρελθόν, φωτίζοντας με τις προσωπικές τους αφηγήσεις διαφορετικές όψεις της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας: ο πολιτικός κρατούμενος και αγωνιστής της Αντίστασης Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, ο πολιτικός κρατούμενος στην περίοδο της δικτατορίας Θανάσης Αθανασίου, ο ποινικός κρατούμενος Κώστας Σαμαράς, ο συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος Γιάννης Αγκούμης, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής Βασίλης Ντάφος, η εκπαιδευτικός Εφη Χατζημάνου και η συγγραφέας-ερευνήτρια Μαρούλα Κλιάφα.

Η Φυλακή Τρικάλων χτίστηκε το 1895 ως ένα από τα πρώτα έργα που χρηματοδότησε το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλία, στις όχθες του ποταμού Ληθαίου, δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα τεμένη της Ελλάδας που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, το τζαμί του Οσμάν Σαχ, αλλά και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Το φθινόπωρο του 2011, η 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανακαλύπτει πως η Φυλακή Τρικάλων είναι χτισμένη πάνω σε οθωμανικό λουτρό του 16ου αιώνα και αρχίζουν εργασίες αποκατάστασής του. Σήμερα, η παλιά φυλακή μετατρέπεται σε Κέντρο Ερευνας – Μουσείο Τσιτσάνη. Ολοκληρωτική είναι η αλλαγή στη φυσιογνωμία του συγκροτήματος: τίποτα πια δε θυμίζει τη φυλακή. Και ο «Σιωπηλός μάρτυρας» έχει απώτερο στόχο την περιήγηση στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας μέσα από μια ιδιαίτερη οπτική γωνία, εκείνης του εγκλεισμού.

Ο σκηνοθέτης
«Τα γυρίσματα της ταινίας άρχισαν το 2011 και ολοκληρώθηκαν το 2016. Οι φυλακές είχαν κλείσει από το 2006. Χτίστηκαν, βλέπεις, καινούργιες. Αρχισε κι ένας διάλογος στον Τύπο όσο και στην κοινωνία των Τρικάλων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μαζί με τη συνεργάτριά μου Γλυκερία Πατραμάνη αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε ένα, ας πούμε, βιογραφικό πορτρέτο των φυλακών, πριν αυτές αλλάξουν πρόσωπο. Και ενώ είχαμε ήδη ολοκληρώσει οκτώ μήνες γυρισμάτων, αποκαλύπτεται ότι οι φυλακές είναι χτισμένες πάνω σε ένα οθωμανικό λουτρό, το οποίο ανήκε στο διπλανό τζαμί –λουτρό ανδρικό και γυναικείο, κτίσμα του 19ου αιώνα, που στα τέλη του μεταβλήθηκε σε φυλακή από το ελληνικό κράτος. Αυτή η αλλαγή δεν υπάρχει καταγεγραμμένη πουθενά».
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος έχει ήδη καταθέσει ένα έργο σημαντικό για τον ελληνικό κινηματογράφο. Τόσο στη μυθοπλασία («Ο γιος του φύλακα» του 2006 παραμένει ένα από τα διαμάντια της πρόσφατης κινηματογραφίας μας) όσο και στο ντοκιμαντέρ (αναζητήστε οπωσδήποτε τον «Μπακάλη» του, παραγωγής 2013). Δημιουργός ανήσυχος και συνεπής, αναρωτιέται με τη νέα του ταινία αν θα επιβιώσει κάτι από τη μνήμη των 140 ετών λειτουργίας της φυλακής σ’ αυτή την καινούργια μορφή που πρόκειται να αποκτήσει. Σημειώστε πως το υπουργείο Πολιτισμού είχε ήδη αποφασίσει, στα τέλη του 2011, πως η παλιά Φυλακή Τρικάλων δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί νεότερο μνημείο. Το οθωμανικό λουτρό όμως είναι μνημείο εκ των πραγμάτων.
«Μέχρι τώρα που μιλάμε δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη στον μουσειολογικό σχεδιασμό του Κέντρου Ερευνας – Μουσείου Βασίλη Τσιτσάνη για την ανάδειξη της ιστορίας των φυλακών. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι στους προσεχείς μήνες» αποκρίνεται και συνεχίζει: «Οι βυζαντινοί αρχαιολόγοι είδαν το κομμάτι του κτιρίου και θέλησαν να το διατηρήσουν, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε με τη μνήμη των φυλακών. Ομως, μέσα απ’ αυτές αντανακλάται η ιστορία του νεότερου κράτους: οι πρώτοι ληστές των βουνών, η περίοδος της ληστοκρατίας των αρχών του 20ού αιώνα, εκεί έχουμε τους πρώτους πολιτικούς κρατουμένους επί ιδιωνύμου του Βενιζέλου, εκεί έχουμε τον Εμφύλιο, την Κατοχή, τη δεκαετία του ’50, του ’60, τη δικτατορία. Μέσα σε όλη αυτή την περίοδο οι φυλακές λειτουργούν και μέσα από εκεί περνούν σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας. Επί χούντας ήταν εκεί έγκλειστος ο καθηγητής Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης καθώς και πολλές σημαντικές προσωπικότητες του Εμφυλίου. Με λυπεί που όλη αυτή η περίοδος δεν έχει καμία θέση σε αυτό το κτίριο. Πού είναι το αρχείο της φυλακής; Δεν θα μπορούσαν όλα αυτά να συνυπάρξουν; Γιατί πρέπει να εξαφανίζουμε τα πάντα σε κάθε καινούργια κατάσταση;».
Ο κρατούμενος
«Πρώτα βρέθηκα στις Φυλακές Κορυδαλλού και μετά στις Φυλακές Κέρκυρας με πειθαρχική ποινή. Εκεί έμεινα έναν χρόνο και στη συνέχεια με μετέφεραν στη Φυλακή Τρικάλων, το 1972. Ημασταν λίγοι. Ηταν ο Γεράσιμος Νοταράς, ο Δημοσθένης ο Κοντάρης, καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι σε έναν χωριστό θάλαμο και έτσι ήταν περιορισμένα τα πράγματα, γιατί όσο πιο μεγάλη είναι η ομάδα των κρατουμένων τόσο καλύτερα μπορεί να οργανωθεί η εσωτερική ζωή για τη διαβίωση εκεί».
Ο Θανάσης Αθανασίου υπήρξε στέλεχος της σπουδαστικής οργάνωσης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη με διώξεις, δίκες και καταδίκες πριν από τη χούντα, ενώ με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, αφού διέφυγε τη σύλληψη, βγήκε στην παρανομία και εντάχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση Πατριωτικό Μέτωπο. Ακολούθως, υπήρξε ιδρυτικό μέλος και στη συνέχεια γραμματέας της Πανελλαδικής Αντιδικτατορικής Οργάνωσης Σπουδαστών Ρήγας Φεραίος. Συνελήφθη από τα όργανα της χούντας, δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 21 χρόνων.
Κρατήθηκε σε διάφορες φυλακές από τον Απρίλιο του 1968 μέχρι τον Αύγουστο του 1973, οπότε και αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία.
«Δεν γνωριζόμασταν με τον Δημήτρη» μου λέει. «Απλώς έτυχε να έχει διαβάσει κάποιο βιβλίο μου («Ο δρόμος που περπάτησα») και επειδή έκανα εκεί κάποιες αναφορές στη ζωή μου στις φυλακές, μου έστειλε ένα e-mail ζητώντας μου να συναντηθούμε. Και για να είμαι ειλικρινής, επειδή τον συμπάθησα ως άνθρωπο και ακολούθως τον εκτίμησα και ως καλλιτέχνη, δέχτηκα να συμμετάσχω σε αυτή τη μικρή ιστορία. Καταγράφηκαν δε κάποια στοιχεία μνήμης. Αυτό ήταν κάτι το θετικό και με ενδιέφερε. Μερικές φορές μόνο με έπιανε το στομάχι μου, αλλά ήταν ένα συναίσθημα φευγαλέο. Ηταν δύσκολα στα Τρίκαλα, μια και αυτή η συνεκτικότητα που προανέφερα δεν υπήρχε: Στον Κορυδαλλό οργανώναμε αθλητικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, εκδίδαμε περιοδικό εσωτερικά –παρανόμως, φυσικά -, ενώ οργανώναμε ιδεολογικοπολιτικές συζητήσεις και γινόταν και κάποια μορφωτική δουλειά σε ανθρώπους που δεν είχαν βασική εκπαίδευση. Στα Τρίκαλα αυτό που απέμεινε ως διαφυγή ήταν μόνο το διάβασμα –και η φαντασία».
Ολα αυτά για να πετύχουν τη διάσπαση που θα ακύρωνε και τη συνεκτικότητα της πολιτικής παρουσίας των κρατουμένων: «Ενωμένοι είχαμε, κατ’ αρχάς, παρουσία πολιτική στο εξωτερικό με τα κείμενά μας και την όποια επικοινωνία μας. Στα Τρίκαλα δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Οι μεταγωγές λοιπόν δεν ήταν καθόλου τυχαίες. Αλλους τους πήγαν στη Χαλκίδα, άλλους στην Αίγινα, άλλους στην Κρήτη. Προαυλιζόμασταν δε μαζί με τους ποινικούς, δεν υπήρχαν χωριστές διαδικασίες, κάτι που δεν συνέβαινε στις άλλες φυλακές. Κάθε εξάμηνο όμως γινόταν μια άτυπη έκθεση από τους ποινικούς κρατουμένους, οι οποίοι κατασκεύαζαν ξυλόγλυπτα και επέτρεπαν, θυμάμαι, στους εμπόρους να έρχονται στη φυλακή για να βλέπουν τα εκθέματα. Ετσι επιβίωναν, κατά κάποιον τρόπο, οι κρατούμενοι. Αλλά τους υποχρέωναν πάνω στα έργα αντί για “Φυλακή Τρικάλων” να γράφουν “Αγιον Ορος”. Σκεφτόμουν ότι το μάρκετινγκ δεν αφήνει τίποτα ανεπηρέαστο, ούτε καν τις φυλακές (γέλια).
Κουβαλώ έντονα την ανάμνηση ενός ηλικιωμένου ποινικού κρατουμένου. Μπαινόβγαινε από μικρή ηλικία στις φυλακές, αλλά πλέον ήταν 80 χρονών. Είχε τελειώσει η ποινή του. Τον ειδοποιούν να βγει κι αυτός αρνείται. Δεν ήθελε να φύγει. Με γέμισε θλίψη αυτός ο φόβος της ελευθερίας, ο φόβος ενός ανθρώπου ο οποίος δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, πάμπτωχος, μόνος και άστεγος. Η φυλακή γι’ αυτόν ήταν μια προστασία. Οταν αργότερα ο ίδιος αποφυλακίστηκα, έτυχε να τον δω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, στη Σκουφά του Κολωνακίου, να ζητιανεύει. Εκεί τον βρήκαν πεθαμένο, στα σκαλιά».